κερί,
το, ουσ.
[<μσν. κερίν <αρχ. κηρίον, υποκορ. του ουσ. κηρός], μικρή λαμπάδα που
ανάβει κανείς στην εκκλησία ή που το χρησιμοποιεί για φωτισμό. (Λαϊκό τραγούδι:
άναψε το μπάρμπα Πέτρο το κερί το σπαρματσέτο). Υποκορ.
κεράκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έκαψες που να καείς σαν το κεράκι
της Λαμπρής). Με τη λ. κερί υπάρχει και το παρακάτω λογοπαίγνιο που
είναι και δημοτικό τραγούδι: στου αρχιδιά- στου αρχιδιά- στου αρχιδιάκου την
αυλή, ν’ ανάψω λί- ν’ ανάψω λί- ν’ ανάψω λίγο ένα κερί, όπου το λογοπαίγνιο
γίνεται στη συγκοπή αρχιδιά- της λ. αρχιδιάκου που παραπέμπει στη
λ. αρχίδι και στη συγκοπή λί- της λ. λίγο που σε συνδυασμό
με την τελευταία συλλαβή -ψω της λ. ανάψω παραπέμπει στην ομόηχη
λ. ψωλή· παρόμοιο λογοπαίγνιο γίνεται και με τη λ. πουτάνα (βλ. λ.).
(Ακολουθούν 19 φρ.)·
- άναψε
το κερί, να δεις το λυχνάρι, βλ. λ. λυχνάρι·
- απ’
το διάβολο κι ένα κερί να πάρεις, καλό είναι, βλ. λ. διάβολος·
- βρήκες
άγιο ν’ ανάψεις κερί, βλ. λ. άγιος·
- γυρεύω
με το κερί, βλ. φρ. ψάχνω με το κερί·
- δε
βλάφτει ν’ ανάβεις κι από κανένα κερί, προτρεπτική έκφραση σε κάποιον, να εκδηλώνει καμιά
φορά σεβασμό, λατρευτική διάθεση προς το Θεό: «ξέρω πως δεν έχεις πολλά πάρε
δώσε με τη θρησκεία, αλλά δε βλάφτει ν’ ανάβεις κι από κανένα κερί»·
-
έγινε άσπρος σαν κερί ή
έγινε άσπρος σαν το κερί, έχασε το χρώμα του προσώπου του από μεγάλο
φόβο: «έγινε άσπρος σαν το κερί, μόλις αντιλήφθηκε πως δεν έπιαναν τα φρένα
του». Από το ότι υπάρχουν και κεριά που έχουν άσπρο χρώμα· βλ. και φρ. έγινε
κίτρινος σαν κερί·
-
έγινε κίτρινος σαν κερί ή
έγινε κίτρινος σαν το κερί, έχασε το χρώμα του προσώπου του από κάποια
αρρώστια: «σίγουρα θα πρέπει να ’χει πρόβλημα με την υγεία του, γιατί το
πρόσωπό του έγινε κίτρινο σαν το κερί». Από το ότι υπάρχουν και κεριά που έχουν
κίτρινο χρώμα· βλ. και φρ. έγινε άσπρος σαν κερί·
-
ζητώ με το κερί, βλ.
φρ. ψάχνω με το κερί. (Τραγούδι: ο κόσμος άλλαξε αλλάξαν οι καιροί,
είν’ όλα ψεύτικα κι ας φαίνονται αλήθεια, αγάπη γνήσια ζητάς με το κερί,
δεν αγαπάνε όπως λέν’ στα παραμύθια)·
- κατά
τον άγιο και το κερί του, βλ. λ. άγιος·
- κερί
αναμμένο ή κεράκι αναμμένο, λέγεται σε περίπτωση ανθρώπου πολύ
αφοσιωμένου σε κάτι ή σε κάποιον, ανθρώπου ταπεινού, που δε λογαριάζει το
προσωπικό του συμφέρον, αλλά προσφέρεται στους άλλους ανά πάσα στιγμή: «τρία
χρόνια στεκόμουν δίπλα του κερί αναμμένο, ώσπου δεν άντεξα τις ιδιοτροπίες του
κι έφυγα || κερί αναμμένο έγινε για χάρη σου ο άνθρωπος κι εσύ δεν του ’πες
ούτε ένα ευχαριστώ». Από την εικόνα του αναμμένου κεριού μπροστά στο εικόνισμα
που μένει εκεί μέχρι να λιώσει·
- κερί
και λιβάνι, ειρωνική απάντηση στο κύριε, με το οποίο μας προσφωνεί
κάποιος, που δηλώνει πως δεν αποδεχόμαστε αυτή την προσφώνηση, γιατί θεωρούμε
ότι ανήκουμε στη λαϊκή τάξη, όπου οι συνηθισμένες προσφωνήσεις είναι φίλε,
αδερφέ, καρντάση, ξάδερφε, δικέ μου κ.ά., ή γιατί δε μας αρέσουν οι
ψευτοευγένειες, ή γιατί δε μας αρέσουν οι τυπικότητες·
- κερί
κεράκι, λαμπάδα λαμπαδάκι, στερεότυπη έκφραση με την οποία διαλαλεί ο
πωλητής κεριών έξω από την εκκλησία το εμπόρευμά του, ιδίως τις μέρες που
πλησιάζει η Ανάσταση·
- λιώνει
σαν κερί (κεράκι) ή λιώνει σαν το κερί (κεράκι), αδυνατίζει μέρα με
τη μέρα από στενοχώρια, αρρώστια ή ερωτικό καημό: «λιώνει κάθε μέρα σαν το κερί
απ’ την κακιά που του ’λαχε του φουκαρά || λιώνει σαν το κεράκι, απ’ τη μέρα
που τη γνώρισε, όμως αυτή πέρα βρέχει». (Λαϊκό τραγούδι: έχω τρεις μέρες να
τη δω και να την ανταμώσω κι αν δεν τη δω και σήμερα, σαν το κερί θα λιώσω //
μαράζωσα, μανούλα μου, και σαν κεράκι λιώνω και βότανα δε βρίσκονται για
το δικό μου πόνο)·
- λιώνει
το κερί μου, βλ. συνηθέστ. σβήνει το καντήλι μου, λ. καντήλι·
- μην
τάξεις σ’ άγιο κερί και σε παιδί κουλούρι, μην υπόσχεσαι πράγματα σε
κάποιον που δεν μπορείς να κρατήσεις, γιατί εκ των υστέρων θα εκτεθείς·
- τάζει
της Παναγιάς κερί, του διάβολου λιβάνι, χρησιμοποιεί κάθε μέσο, θεμιτό ή
αθέμιτο, προκειμένου να πετύχει κάτι: «έταζε της Παναγιάς κερί, του διάβολου
λιβάνι, ώσπου κατάφερε κι έβαλε το γιο του στην τράπεζα»·
- του
αγίου άναβε κερί και του διαβόλου δέκα, βλ. λ. διάβολος·
- του
ανάβω κερί, λέγεται σε περίπτωση που τιμώ, ευγνωμονώ απεριόριστα κάποιον
για κάποιο καλό που μου έκανε: «κάθε μέρα του ανάβω κερί αυτού του ανθρώπου,
γιατί, αν δε με βοηθούσε, θα ήμουν σήμερα φυλακή». Από την εκκλησιαστική
πρακτική, κατά την οποία, όταν μπαίνουμε στο ναό, ανάβουμε κερί ως ένδειξη
λατρείας και σεβασμού απέναντι στα θεία·
- ψάχνω
με το κερί, αναζητώ επίμονα να βρω κάποιον ή κάτι, γιατί αξίζει να τον βρω
ή γιατί το έχω απόλυτη ανάγκη: «σήμερα ψάχνεις με το κερί για να βρεις έναν
πραγματικό φίλο || μέρες τώρα ψάχνω με το κερί το τάδε ανταλλακτικό για τη
μηχανή τ’ αυτοκινήτου μου, αλλά δεν το βρίσκω». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν μου
κάνεις τον βαρύ θα ’ρθ’ η ώρα που πια δεν θα μου γουστάρεις, τώρα κάνεις τον
βαρύ, μα θα ψάχνεις με κερί μες στα κέντρα και στα μπαρ να με τρακάρεις).
Συνών. ψάχνω με το φανάρι.