κερδισμένος,
-η, -ο, επίθ.
[μτχ. του ρ. κερδίζω], κερδισμένος· (ιδίως για χαρτοπαίγνιο) που κέρδισε τα
χρήματα των άλλων, που κέρδισε χρήματα από τους άλλους: «ποιος άλλος είναι
κερδισμένος εκτός από μένα;»·
- βγαίνω
κερδισμένος, επωφελούμαι, ωφελούμαι, αποκομίζω κάποιο κέρδος από μια
κατάσταση, πετυχαίνω αυτό που επιδιώκω: «έμπλεξε μ’ έναν κύκλο βιομηχάνων και
βγήκε κερδισμένος, γιατί του δίνουν συνέχεια δουλειά || αν και ήταν δύσκολη η
δουλειά την ανέλαβα και βγήκα κερδισμένος». (Λαϊκό τραγούδι: δύσκολα είναι
στους γιατρούς να βγούνε κερδισμένοι, αχ! για να γιατρέψουνε καρδιά
ερωτοπληγωμένη)·
-
όποιος επιμένει, κερδισμένος πάντα βγαίνει, αυτός που επιμένει στην επιδίωξή του, στο σκοπό του,
στο τέλος βγαίνει κερδισμένος: «μην τα παρατάς με την πρώτη δυσκολία, γιατί, όποιος
επιμένει, κερδισμένος πάντα βγαίνει». Συνών. ο επιμένων νικά.