κερατώνω,
ρ. [<μτγν.
κερατόω-ῶ], προσβάλλω τη συζυγική τιμή ως μοιχός ή ως μοιχαλίδα, απατώ το
συζυγικό μου ταίρι, τον ερωτικό μου σύντροφο: «απ’ τη μέρα που τον κεράτωσε η
γυναίκα του, το ’χει ρίξει στο πιοτό || δεν τη νοιάζει που την κερατώνει, γιατί
είναι πολύ πλούσιος κι εκμεταλλεύεται τα πλούτη του»·
- τον
άντρα σου κεράτωνε και μάγια μην του κάνεις, συμβουλευτική έκφραση σε γυναίκα πως, αν θέλει να
έχει το ενδιαφέρον και την προσοχή του άντρα της, δε χρειάζεται παρά να
κεντρίσει τη ζήλια του, το αντρικό του φιλότιμο. Από το ότι, παλιότερα αλλά και
σήμερα, πολλές γυναίκες που έβλεπαν να απομακρύνεται από κοντά τους ο άντρας τους,
κατέφευγαν σε διάφορα μάγια. Πρβλ.: σαν δοκιμάσει ο κερατάς τη γλύκα του
κεράτου, μέλι και γάλα γίνεται με τη νοικοκερά του (βλ. Φίλιππος Βλάχος,
“Χωριάτικα βρωμόλογα”, σελ. 20, Τυπογραφείο Κείμενα, Αθήνα, 1986).