κερατιάτικα,
τα, ουσ. [πλ.
ουδ. του επιθ. κερατιάτικος]·
- άλλος
πληρώνει τα κερατιάτικα, βλ. φρ. πληρώνω τα κερατιάτικα·
- πληρώνω
κερατιάτικα, καλύπτω ανέλπιστα έξοδα ή ζημιές: «πλημμύρισε το μαγαζί μου με
τις τελευταίες βροχές και τώρα πληρώνω κερατιάτικα». Συνών. πληρώνω
γαμησιάτικα / πληρώνω σπασμένα·
- πληρώνω
τα κερατιάτικα, α. πληρώνω τη ζημιά χωρίς να είμαι ο υπαίτιος,
πληρώνω κοροϊδίστικα: «πάω να πληρώσω τα κερατιάτικα του γιου μου». β. υφίσταμαι
τις συνέπειες των πράξεων κάποιου ή κάποιων, χωρίς να έχω καμιά ανάμειξη: «άλλοι
κάνουν τις λοβιτούρες μέσα στο εργοστάσιο κι εγώ πληρώνω τα κερατιάτικα».
Συνών. πληρώνω τα γαμησιάτικα / πληρώνω τα σπασμένα / πληρώνω τη νύφη
/ πληρώνω το μάρμαρο.