κερατάς,
ο, ουσ.
[<μσν. κερατάς <κέρατον], 1α. ο απατημένος σύζυγος: «απ’ τη μέρα
που έμαθαν στη γειτονιά πως είναι κερατάς, άλλαξε σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε
τηλέφωνο τον κερατά, καλύτερα τώρα παρά μετά).Η σημασία
αυτή, σύμφωνα με τον Φ. Κουκουλέ, από την παρατήρηση ότι στα κερασφόρα ζώα δεν
υπάρχει συζυγική πίστη. β. ο ανόητος, ο βλάκας, το κορόιδο: «τρέχει σαν
κερατάς κι εξυπηρετεί όλους τους φίλους του κι ευχαριστώ δεν ακούει από κανέναν
|| δουλεύει όλη τη μέρα σαν κερατάς και ποιο είναι το όφελός του νομίζεις;».
(Λαϊκό τραγούδι: συ που στρίβεις στην Αθήνα άλλοτε ξηγήσου φίνα, γιατί θα
’βρεις το μπελά σου εσύ κι αυτός ο κερατάς σου). 2.
χαϊδευτική προσφώνηση σε άντρα που τον χαρακτηρίζει εξυπνάδα: «έλα δω, ρε
κερατά, πώς τα κατάφερες και την έριξες την γκόμενα;». 3. εκστομίζεται
και ως βρισιά σε άντρα: «ουστ, από δω, ρε κερατά, και μην ξαναπατήσεις το πόδι
σου!». (Τραγούδι: και σιγά που θα… που θα… που θα… με τα θα… του κάθε κερατά).
4α. (υβριστικά στη γλώσσα της αργκό) ο αστυνομικός: «μόλις είδαμε τον
κερατά να ’ρχεται προς το μέρος μας, την κάναμε πουλόπουλος». β. ο
διευθυντής, ο προϊστάμενος κάθε δημόσιας υπηρεσίας ή οργανισμού: «πήγα να
συναντήσω τον κερατά της πολεοδομίας για το σπίτι που πρόκειται να χτίσω, και μου
ζητούσε ένα κάρο λεφτά για να προωθήσει την άδεια»·
- αδερφή
του κερατά, βλ. λ. αδερφή·
- άνθρωπος
του κερατά, βλ. λ. άνθρωπος·
- κάλλιο
να λεν τον κερατά παρά τον κακομοίρη, προτιμότερο να με βρίζουν παρά να
νιώθουν οίκτο για μένα: «ας περνώ εγώ καλά, γιατί κάλλιο να λεν τον κερατά παρά
τον κακομοίρη»·
- όσο
κάθεται ο κερατάς, το κέρατό του αυξάνει, όσο ανέχεται ο απατημένος σύζυγος
τις απιστίες της γυναίκας του, τόσο αυτή τον απατάει περισσότερο: «την έπιασε κάνα
δυο φορές με το γείτονα κι έκανε πως δεν κατάλαβε τίποτα, κι έτσι, όσο κάθεται
ο κερατάς, το κέρατό του αυξάνει»·
- του
κερατά! α. λέγεται για κάτι αυτονόητο, για κάτι που θεωρείται δεδομένο:
«δηλαδή θα τον βοηθήσεις; -Του κερατά!», δηλ. βεβαίως θα τον βοηθήσω. β.
λέγεται για ό,τι ξεπερνάει το μέτρο της κοινής λογικής, για ότι καταντάει
προκλητικό ή απίθανο: «πάει πολύ, δε νομίζεις, να με κοροϊδεύεις τόσα χρόνια;
Του κερατά πια! || πόσο ν’ αργήσει; Του κερατά, κάποια στιγμή θα φιλοτιμηθεί
και θα ’ρθει!»·
- του
κερατά, η έκφραση ακολουθώντας διάφορους χαρακτηρισμούς επιτείνει αρνητικά
τη σημασία τους: «αλήτης του κερατά || πούστης του κερατά || τσογλάνι του
κερατά».