κεράσι,
το, ουσ.
[<μτγν. κεράσιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. κέρασος], το κεράσι·
- όπου
ακούς πολλά κεράσια, βάστα και μικρό καλάθι ή όπου ακούς πολλά κεράσια,
κράτα και μικρό καλάθι, στις μεγάλες υποσχέσεις πρέπει να είναι κανείς
δύσπιστος, επιφυλακτικός, δεν πρέπει να είναι ευκολόπιστος: «μου ’ταζε λαγούς
με πετραχήλια, αλλά όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι».