κερασάκι,
το, ουσ.
[υποκορ. του ουσ. κεράσι], γλυκό του κουταλιού από κεράσι: «θέλετε να σας
τρατάρω ένα κερασάκι;»·
- είναι
το κερασάκι στην τούρτα ή το κερασάκι της τούρτας, λεπτομέρεια που
επισφραγίζει, ολοκληρώνει μια εκδήλωση ή ένα αποτέλεσμα και που θα μπορούσε να
μην είχε γίνει: «μετά το τέλος του δείπνου, ο αποχαιρετιστήριος λόγος του
προέδρου ήταν το κερασάκι της τούρτας || με το τρίτο γκολ η ομάδα μας σφράγισε
τη νίκη της και το τέταρτο γκολ, λίγο πριν λήξει ο αγώνας, ήταν το κερασάκι
στην τούρτα».