κεραμίδα,
η, ουσ.
[<αρχ. κεραμίς], η κεραμίδα· ανέλπιστη, ξαφνική ατυχία ή δυσκολία: «έβαλε
όλα του τα λεφτά στην τάδε μετοχή κι αποδείχτηκε φούσκα. -Πω πω κεραμίδα!»·
- μου
’ρθε κεραμίδα στο κεφάλι, α. ένιωσα μεγάλη έκπληξη, ιδίως οδυνηρή:
«όταν είδα τη γυναίκα του αγκαλιά με τον καλύτερο φίλο του, μου ’ρθε κεραμίδα
στο κεφάλι». β. βρέθηκα μπροστά σε ανέλπιστη ατυχία, σε ανέλπιστη
δυσκολία: «η υποτίμηση της δραχμής μου ’ρθε κεραμίδα στο κεφάλι». Από την
εικόνα του ατόμου που νιώθει μεγάλη έκπληξη ή που περνάει δύσκολη στιγμή, όταν
του έρθει ξαφνικά μια κεραμίδα στο κεφάλι, καθώς περπατάει. Συνών. μου ’ρθε
καταπέλτης / μου ’ρθε μπαλτάς.