κέντρο,
το, ουσ.
[<αρχ. κέντρον], το κέντρο. 1. η πρωτεύουσα κράτους που στην
περίπτωση της Αθήνας αναφέρεται ως υδροκέφαλο κέντρο: «η Θεσσαλία είναι
η μεγαλύτερη αγροτική περιοχή της Ελλάδας κι αντί να είναι εκεί το υπουργείο
Γεωργίας, αυτό βρίσκεται στο υδροκέφαλο κέντρο». 2. το μέρος πόλης, κωμόπολης,
χωριού, συνοικίας, όπου είναι συγκεντρωμένα τα περισσότερα εμπορικά καταστήματα
και όπου παρατηρείται η μεγαλύτερη κίνηση των κατοίκων: «όποιος μένει στο
κέντρο, τρελαίνεται απ’ το θόρυβο και τη φασαρία που επικρατεί». 3.
μαγαζί όπου πηγαίνουν οι άνθρωποι για φάνε ή να ακούσουν μουσική, να δουν
διάφορα θεάματα και να διασκεδάσουν: «τα κέντρα της παραλίας είναι φίσκα από
κόσμο». (Λαϊκό τραγούδι: όταν τα βράδια μες τα κέντρα σε πηγαίνω κι
όλοι τριγύρω σε κοιτάζουνε στα μάτια να μην τολμήσεις να προσέξεις, μην τυχόν
παρεκτραπείς, γιατί να ξέρεις πως θα παρεξηγηθείς). 4. (στη γλώσσα
του ποδοσφαίρου) η περιοχή που βρίσκεται στη μέση του αγωνιστικού χώρου: «ο
τάδε είναι παίχτης κέντρου». Υποκορ. κεντράκι, το (βλ. λ.)·
- βρίσκω
κέντρο, βλ. συνηθέστ. βρίσκω διάνα, λ. διάνα·
- κέντρο
απόκεντρο, απόμερη περιοχή στο κέντρο της πόλης, που δεν παρουσιάζει την
κίνηση και το θόρυβο που επικρατεί στο κέντρο: «μένει σε μια περιοχή, που είναι
κέντρο απόκεντρο και δε σπάνε τα νεύρα του απ’ το θόρυβο που επικρατεί στο κέντρο»·
- κέντρο
διερχομένων, έκφραση δυσφορίας, όταν σε μια επιχείρηση εναλλάσσονται
συνεχώς οι υπάλληλοι, χωρίς να μπορεί να στεριώσει κανένας ή όταν σε ένα σπίτι
εναλλάσσονται συνεχώς οι φιλοξενούμενοι: «επειδή είναι βαριά η δουλειά του
εργοστασίου, έχει γίνει κέντρο διερχομένων, γιατί κανένας δεν κάθεται για πολύ
καιρό || έχει χάσει την ησυχία του, γιατί τον τελευταίο καιρό το σπίτι του έχει
γίνει κέντρο διερχομένων». Αναφορά στη στρατιωτική υπηρεσία όπου μπορούν να
φιλοξενηθούν για λίγο οι μετακινούμενοι στρατιωτικοί·
- νομίζει
πως είναι το κέντρο του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- παίζεται
παιχνίδι κέντρου, βλ. λ. παιχνίδι·
- παιχνίδι
κέντρου, βλ. λ. παιχνίδι·
- ρίχνω
όλο το κέντρο βάρους, συγκεντρώνω όλες τις προσπάθειες, όλες τις ενέργειές
μου σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε ο τάδε διευθυντής,
έριξε όλο το κέντρο βάρους των προσπαθειών του στη διαφήμιση των προϊόντων του
εργοστασίου»·
- τα
κέντρα λήψης αποφάσεων, οι πολιτικοί, οικονομικοί ή στρατιωτικό κύκλοι από
όπου πηγάζουν οι πολιτικές, οικονομικές ή στρατιωτικές αποφάσεις που τίθενται
σε ισχύ: «τα κέντρα αποφάσεων της Ενωμένης Ευρώπης, βρίσκονται στις Βρυξέλλες
|| υπάρχουν και τα αόρατα κέντρα αποφάσεων, που συνήθως δρουν σε βάρος των λαών»·
- χτυπάει
κέντρο, έχει τη δυνατότητα ή την ικανότητα να πετυχαίνει πάντα το σκοπό
του, το στόχο του: «όποια υπόθεση έχω, την αναθέτω στον τάδε, γιατί πάντα
χτυπάει κέντρο».