κελέκι,
το, ουσ.
[<τουρκ. kelek (= άγουρο πεπόνι)], 1α. (στη
γλώσσα της αργκό) ο ανόητος, ο αφελής, ο βλάκας: «είναι τόσο κελέκι ο τύπος,
που δε θα μπορέσεις να συνεννοηθείς μαζί του». β. εκστομίζεται και ως
βρισιά σε άντρα, αλλά και σε γυναίκα: «ουστ από δω, ρε κελέκι, και μην
ξαναπατήσεις το πόδι σου!». 2. συνήθως στον πλ. τα κελέκια, οι
δυσκολίες, οι κατραπακιές της ζωής: «του ’τυχαν τόσα κελέκια στη ζωή, που απορώ
πώς δεν τρελάθηκε ο φουκαράς»·
- περνώ
κελέκια, αντιμετωπίζω δύσκολες καταστάσεις στη ζωή μου: «τον τελευταίο
καιρό περνώ κάτι κελέκια, που κοντεύω να τρελαθώ!»·
- πέφτω
σε κελέκια, βλ. φρ. περνώ κελέκια·
- τρώω
κελέκια ή τρώω τα κελέκια μου, α. δυσκολεύομαι στη ζωή:
«μπορεί να τρώω κελέκια τώρα, αλλά είμαι σίγουρος πως θα τα ξεπεράσω». β.
με χτυπούν στο κεφάλι, μου δίνουν κατραπακιές στο κεφάλι: «κάτσε φρόνιμα, γιατί
θα φας τα κελέκια σου».