καφάσι1,
το, ουσ.
[<τουρκ. kafa + κατάλ. -σι], το κεφάλι·
- θα
μου φύγει το καφάσι, κοντεύω να τρελαθώ από τις απανωτές δυσκολίες, από τα
απανωτά προβλήματα που αντιμετωπίζω και δεν μπορώ να βρω διέξοδο, να βρω λύση:
«έχω τόσα προβλήματα τον τελευταίο καιρό, που θα μου φύγει το καφάσι»·
- θα
σου φύγει το καφάσι ή να σου φύγει το καφάσι, α. θα νιώσεις
πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, θα εξουθενωθείς: «είναι τόσο δύσκολη
δουλειά, που, αν την επιχειρήσεις, θα σου φύγει το καφάσι». β. θα
νιώσεις πολύ μεγάλη έκπληξη, θα τρελαθείς από την έκπληξη που θα νιώσεις.
(Λαϊκό τραγούδι: απόψε σε γλεντάω κι ο κόσμος πάει να σκάσει, κοντεύει απ’
τη ζήλια να τους φύγει το καφάσι). Συνών. θα σου φύγει ο κώλος /
θα σου φύγει το κλαπέτο / θα σου φύγει ο πάτος·
- μου
’φυγε το καφάσι, α. ένιωσα πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση,
εξουθενώθηκα: «μου ’φυγε το καφάσι, μέχρι να καθαρίσω τον κήπο απ’ τ’
αγριόχορτα». β. ένιωσα πολύ μεγάλη έκπληξη, που δεν μπορούσα να αρθρώσω
λέξη: «μόλις τον είδα μέσα στην καινούρια του αυτοκινητάρα, μου ’φυγε το καφάσι
|| ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που μου ’φυγε το καφάσι μόλις την είδα». Συνών. μου
’φυγε ο κώλος / μου ’φυγε το κλαπέτο / μου ’φυγε ο πάτος.