καυλοράπανο,
το, ουσ.
[<καυλο- + ραπάνι], υποτιμητικός χαρακτηρισμός άντρα, που τον θεωρούμε
ανάξιο λόγου, ασήμαντο, τιποτένιο: «ποιος σου ’πε, ρε καυλοράπανο, πως θέλουμε
τη γνώμη σου!»·
- ξεπετιέται
σαν καυλοράπανο (στη μέση) ή ξεπετιέται σαν το καυλοράπανο (στη μέση), βλ.
φρ. πετιέται σαν καυλοράπανο(στη μέση)·
-
πετιέται σαν καυλοράπανο (στη μέση) ή
πετιέται σαν το καυλοράπανο (στη μέση), βλ. συνηθέστ. πετιέται σαν
ψωλή (στη μέση), λ. ψωλή.