κατώφλι,
το, ουσ.
[<μσν. κατώφλιν <κάτω + φλιά (= πρόδομος)], το κατώφλι· η αρχή χρονικής
περιόδου: «ο πατέρας βρίσκεται στο κατώφλι των γηρατειών || βρισκόμαστε στο
κατώφλι του εικοστού πρώτου αιώνα»·
- δεν
πατώ στο κατώφλι του ή δεν πατώ το κατώφλι του, δεν πηγαίνω στο
σπίτι του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος: «απ’ τη μέρα που μαλώσαμε, δεν
πατώ το κατώφλι του». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το του σπιτιού του·
- δεν
περνώ το κατώφλι του, βλ.
φρ. δεν πατώ στο κατώφλι του·
-
περνώ το κατώφλι της εκκλησίας, (και
για τα δυο φύλα) παντρεύομαι: «επειδή νιώθει μόνος, λέει να περάσει κι αυτός το
κατώφλι της εκκλησίας || μόλις βρει τον κατάλληλο άντρα, θα περάσει κι αυτή το
κατώφλι της εκκλησίας».