κατώι
κ. κατώγι,
το, ουσ. [<μσν. κατώγιν <μτγν. κατώγαιον, ουδ. του επιθ. κατώγαιος],
υπόγειος, ημιυπόγειος ή και ισόγειος χώρος, ιδίως των αγροτικών σπιτιών, που
χρησιμοποιούνταν για βοηθητικούς ή αποθηκευτικούς χώρους: «στο κατώι φύλαγε ο
παππούς το κρασί, γιατί ο χώρος ήταν δροσερός». (Λαϊκό τραγούδι: με μάγεψε
μια μάγισσα με τα γλυκά της λόγια, με τύλιξε σαν μου ’ταξε ανώγια και κατώγια)·
- μαντζουράνα
στο κατώι, γάιδαρος στα κεραμίδια, λέγεται ειρωνικά στην περίπτωση που
κάποιο άτομο λέει παράλογα πράγματα, που μιλάει μπερδεμένα, ασυνάρτητα: «τι σας
έλεγε τόση ώρα ο διευθυντής σας; -Μαντζουράνα στο κατώι, γάιδαρος στα κεραμίδια
μας έλεγε»·
- ο
Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια, βλ. λ. λόγος.