κάτω κ. κάτου, επίρρ. [<αρχ.
κάτω], κάτω. (Λαϊκό τραγούδι: το διαλάγανε νωρίς με τα μάτια κάτου.
Με τα βάσανά του μίλαγε ο καθείς). 1. προσδιορισμός σημείου ή
επιπέδου, που βρίσκεται χαμηλότερα από το σημείο που βρίσκεται αυτός που
μιλάει, προσδιορισμός κίνησης προς το βάθος από το σημείο που στεκόμαστε: «κάτω
από το κρεβάτι || θα πάρεις το δρόμο προς τα κάτω και μετά από εκατό περίπου
μέτρα θα συναντήσεις δεξιά σου το μπαράκι που ψάχνεις». 2. προσδιορισμός
ποσότητας που είναι λιγότερη από κάποια άλλη, γενικά σε σχέση σύγκρισης, το
λιγότερο: «είναι κάτω από κιλό, να τ’ αφήσω; || ο γιος μου είναι είκοσι χρονών,
αλλά η κόρη μου είναι κάτω από δεκαοχτώ χρονών». 3. χάμω: «μου έπεσε
κάτω, μπορείς να το μαζέψεις;». (Ακολουθούν 144 φρ.)·
- άντε
παρά κάτω! βλ. φρ. άντε παρακάτω! λ. παρακάτω·
- άνω
κάτω, βλ. λ. άνω·
- απάνω
κάτω, βλ. λ. απάνω·
- από
πάνω μέχρι κάτω ή από πάνω ως κάτω, βλ. λ. πάνω·
- άσε
μας κάτω! ή άσε με κάτω! α. άφησέ με στην ησυχία μου, μην
ασχολείσαι μαζί μου, μη με ενοχλείς άλλο: «άσε μας κάτω, ρε παιδάκι μου, αφού
στο ’πα πως δε θέλω να ’ρθω, μπα σε καλό σου!». β. έκφραση αμφισβήτησης
στα λεγόμενα κάποιου: «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Άσε μας κάτω!». Ο
πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- βάζει
τη χούφτα κάτω απ’ τη βρύση, βλ. λ. χούφτα·
- βάζω
κάτω, α. νικώ: «ο μόνος που μπορεί να τον βάλει κάτω είναι ο τάδε». β.
ξεπερνώ: «τρέξανε δέκα αθλητές και τους έβαλε όλους κάτω». γ. εξετάζω με
λεπτομέρεια και συνολικά ένα ζήτημα: «βάλ’ τα κάτω και θα δεις πως έχω δίκιο»·
- βάζω
κάτω την γκλάβα ή βάζω κάτω την γκλάβα μου, βλ. λ. γκλάβα·
- βάζω
κάτω την κεφάλα ή βάζω κάτω την κεφάλα μου, βλ. λ. κεφάλα·
- βάζω
κάτω το κεφάλι ή βάζω κάτω το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω
την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια (μου) (ενν. και φεύγω), βλ. λ. ουρά·
- βάζω
το κεφάλι μου κάτω απ’ το κεραμίδι, βλ. λ. κεφάλι·
- γελώ
κάτω απ’ τα μουστάκια μου ή γελώ κάτω απ’ το μουστάκι μου, βλ. λ.μουστάκι·
- γίνομαι
άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- δεν
αφήνει δραχμή να πέσει κάτω, βλ. λ. δραχμή·
- δεν
αφήνει κουβέντα να πέσει κάτω, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν
αφήνει τίποτα να πέσει κάτω, βλ. λ. τίποτα·
- δεν
πάει τίποτα κάτω, βλ. λ. τίποτα·
- δεν
πατάει κάτω, είναι υπερόπτης, αλαζόνας: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο,
δεν πατάει κάτω»·
- δεν
το βάζω κάτω, α. δεν υποκύπτω, δεν υποτάσσομαι, δεν παραδέχομαι την
ήττα μου: «όσο και να τον στριμώξεις, δεν το βάζει κάτω». β. δεν
εγκαταλείπω τις προσπάθειές μου για να φέρω σε πέρας μια εργασία ή μια υπόθεση,
παρόλες τις δυσκολίες που προκύπτουν δεν παραιτούμαι: «απ’ τη στιγμή που σου
’δωσε το λόγο του πως θα σου τελειώσει τη δουλειά, ό,τι και να του τύχει, δεν
πρόκειται να το βάλει κάτω»·
- δουλεύει
πάνω χέρι κάτω χέρι, βλ. λ. χέρι·
- είμαι
άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- είμαι
απ’ τους κάτω, ανήκω στην πλατιά λαϊκή μάζα: «μια και το ’φερε η μοίρα να
είμαι απ’ τους κάτω, θα υπομένω σαν όλους τους άλλους». Αντίθ. είμαι απ’
τους απάνω·
- είμαι
από κάτω, α. δεν έχω τον έλεγχο της κατάστασης, τον έλεγχο του
παιχνιδιού: «όσο θα είμαι από κάτω, δεν υπάρχει περίπτωση να σε βοηθήσω να
μπεις σ’ αυτή τη δουλειά» β. βρίσκομαι σε δύσκολη θέση ή πιέζομαι από
κάποιον ή από κάποιους που έχουν περισσότερη δύναμη, περισσότερη ισχύ από μένα.
(Λαϊκό τραγούδι: θα διώξω και τις βάσεις τους, θα φύγω κι απ’ το Ν.Α.Τ.Ο.,
για να ’μαστε από πάνω εμείς κι αυτοί να ’ν’ από κάτω)·
- είμαι
από κάτω του, βρίσκομαι σε χαμηλότερη βαθμίδα ιεραρχίας σε σχέση με κάποιον
άλλον: «είμαι από κάτω του, γιατί αυτός είναι διευθυντής κι εγώ υποδιευθυντής»·
βλ. και φρ. μένω από κάτω του·
- είμαι
στα κάτω μου, α. περνώ περίοδο κακής ψυχολογικής κατάστασης, έχω
ακεφιές: «δε θα ’ρθω μαζί σας στα μπουζούκια, γιατί τον τελευταίο καιρό είμαι
στα κάτω μου». β. περνώ περίοδο κακής οικονομικής κατάστασης, έχω
οικονομικές δυσκολίες: «έχω περιορίσει τα έξοδά μου στο μηδέν, γιατί με την
αναδουλειά που υπάρχει είμαι στα κάτω μου». Αντίθ. είμαι στα πάνω μου·
- είναι
κάτω απ’ τα ρούχα, βλ. λ. ρούχο·
- είναι
κάτω από την ομπρέλα (του τάδε), βλ. λ. ομπρέλα·
- έπεσε
κάτω απ’ τα γέλια, βλ. λ. γέλιο·
- έφερε
τα πάνω κάτω, ανέτρεψε εξ ολοκλήρου τα μέχρι τώρα δεδομένα: «η κατάθεση του
τελευταίου μάρτυρα, έφερε τα πάνω κάτω στη δίκη»·
- έφυγαν
όλοι κάτω απ’ το τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- έφυγε
η γη κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. γη·
- έφυγε
με τ’ αφτιά κάτω, βλ. λ. αφτί·
- έφυγε
με τα μούτρα κάτω, βλ. λ. μούτρο·
- έφυγε
με το κεφάλι κάτω, βλ. λ. κεφάλι·
- ζει
κάτω απ’ τη σκιά (του τάδε), βλ. λ. σκιά·
- ήρθε
με τ’ αφτιά κάτω, βλ. λ. αφτί·
- ήρθε
με τα μούτρα κάτω, βλ. λ. μούτρο·
- ήρθε
με το κεφάλι κάτω, βλ. λ. κεφάλι·
- θα
σε κολλήσω κάτω σαν σκατό, βλ. λ. σκατό·
- θα
σε πατήσω κάτω, α. θα σε δείρω πολύ άγρια, θα σε λιώσω: «αν ξαναπείς
κακιά κουβέντα για μένα, θα σε πατήσω κάτω». β. (για παιχνίδια) θα σε
κατανικήσω: «αν παίξουμε οι δυο μας τάβλι, θα σε πατήσω κάτω»·
- θα
σε πατήσω κάτω σαν μυρμήγκι ή θα σε πατήσω κάτω σαν το μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- θα
σε πατήσω κάτω σαν σκουλήκι ή θα σε πατήσω κάτω σαν το σκουλήκι, βλ. λ. σκουλήκι·
- θα
σε σκάσω κάτω σαν καρπούζι ή θα σε σκάσω κάτω σαν το καρπούζι, βλ. λ. καρπούζι·
- θα
σε σκάσω κάτω σαν σκατό, βλ. λ. σκατό·
- θα
σε χτυπήσω κάτω σαν χταπόδι ή θα σε χτυπήσω κάτω σαν το χταπόδι, βλ. λ. χταπόδι·
- κάθισε
κάτω, βλ. φρ. κάτσε κάτω·
- …
και πάρ’ τον κάτω, α. έκφραση με την οποία δηλώνουμε τη μεγάλη
έκπληξη που προκαλέσαμε στο συνομιλητή μας με αυτό που του είπαμε ή με αυτό που
κάναμε: «του είπα πως ήμουν ο μοναδικός τυχερός του τζόκερ και πάρ’ τον κάτω ||
του έδωσα αμέσως τις εκατό χιλιάδες ευρώ που μου ζήτησε και πάρ’ τον κάτω». β.
έκφραση με την οποία δηλώνουμε την ξαφνική πτώση κάποιου στο έδαφος:
«έτρεξε για να προλάβει το αστικό στη στάση και πάρ’ τον κάτω». γ. έκφραση
με την οποία δηλώνουμε πως κάποιος έπεσε στο κρεβάτι του άρρωστος, πως
αρρώστησε: «τριγυρνούσε ο ανόητος σαν παλικαράκι Μάρτη μήνα με το φανελάκι, και
πάρ’ τον κάτω»·
- κάνω
άνω κάτω (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. άνω·
- κάνω
τον κόσμο άνω κάτω, βλ. λ. κόσμος·
- καρφίτσα
να πέσει κάτω, θα την ακούσεις, βλ. λ. καρφίτσα·
- κάτσε
κάτω, α. έλα να συζητήσουμε σοβαρά, διεξοδικά αυτό που μου λες, αυτό
που μου προτείνεις: «εγώ λέω, πως αν ενεργήσουμε με τον τρόπο που σου
υποδεικνύω, θα γίνει καλύτερα η δουλειά μας. -Κάτσε κάτω». (Λαϊκό τραγούδι: κάτσε
κάτω μια στιγμή να λογαριαστούμε· φεύγεις δίχως αφορμή κι ούτε με
ρωτάς· πήρες τις βαλίτσες σου, δηλαδή, να πούμε, και για τη μανούλα σου λες ότι
θα πας).β. (απειλητικά ή επιτακτικά) λέγεται στην περίπτωση
που απαγορεύουμε κάποιον να μιλήσει, όταν σηκώνεται από τη θέση του για να
πάρει το λόγο ή τη στιγμή που μιλάει: «κάτσε κάτω, γιατί δεν ήρθε ακόμα η σειρά
σου να μιλήσεις». γ. (απειλητικά ή υποτιμητικά) λέγεται στην περίπτωση
που απαγορεύουμε να μιλήσει κάποιος που σηκώνεται από τη θέση του για να πάρει
το λόγο, επειδή τον θεωρούμε ακατάλληλο: «κάτσε κάτω, που θες να μας πεις και
τη γνώμη σου!». Στις δυο τελευταίες περιπτώσεις, συνήθως η φρ. κλείνει με το ρε·
- κάτσε
κάτω απ’ την μπάρα, βλ. λ. μπάρα2·
- κάτω
απ’ τ’ αυλάκι, βλ. λ. αυλάκι·
- κάτω
απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- κάτω
απ’ τα στέφανα, βλ. λ. στέφανο·
- κάτω
απ’ τη μύτη μου, βλ. λ. μύτη·
- κάτω
απ την επιφάνεια, βλ. λ. επιφάνεια·
- κάτω
απ’ το βλέμμα μου, βλ. λ. βλέμμα·
- κάτω
απ’ το νερό, βλ. λ. νερό·
- κάτω
απ’ το τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- κάτω
κάτω, εντελώς κάτω, όσο πιο χαμηλά γίνεται: «κατέβασέ το κάτω κάτω, μέχρι
ν’ ακουμπήσει στο πάτωμα || φέρ’ το κάτω κάτω για να το βλέπω καλύτερα»·
- κάτω
οι κλέφτες! βλ. λ. κλέφτης·
- κάτω
οι τσάτσοι του Βαρδινογιάννη! βλ. λ. τσάτσος·
- κάτω
οι ψεύτες! βλ. λ. ψεύτης·
- κάτω
τα κουλά (σου) ή κάτω το κουλό (σου), βλ. λ. κουλό·
- κάτω
τα χέρια! βλ. λ. χέρι·
- κουνιέται
το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- με
κάνουν άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- με
πήρε από κάτω, α. μου δημιούργησε κάτι σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα,
απογοητεύτηκα εντελώς, έχασα το κουράγιο μου: «ο θάνατος του πατέρα μου με πήρε
από κάτω και δεν μπορώ ακόμη να συνέλθω». β. (για δουλειές) βλ. φρ. με
πήρε από κάτω η δουλειά, λ. δουλειά·
- με
πήρε από κάτω η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- με
φέρνουν άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
-
μένει κάτω απ’ τη σκιά (του τάδε), βλ. λ. σκιά·
- μένω
από κάτω του, μένω στο αμέσως χαμηλότερο διαμέρισμα σε σχέση με το
διαμέρισμα κάποιου άλλου: «τον τάδε τον ξέρω, γιατί μένω από κάτω του στην
πολυκατοικία που καθόμαστε»·
- μια
και κάτω, μονορούφι:
«ήπιε ολόκληρο ποτήρι με ουίσκι μια και κάτω»·
- μου
τα φέρνεις άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- μουρμουρίζω
κάτω απ’ τα μουστάκια μου, βλ. λ. μουστάκι·
- μπαίνω
κάτω απ’ την μπότα (κάποιου), βλ. λ. μπότα·
- μπαμ
και κάτω! βλ. λ. μπαμ·
- να
πάνε κάτω τα φαρμάκια ή να πάνε τα φαρμάκια κάτω, βλ. λ. φαρμάκι·
- ο
κάτω κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- ο
κόσμος ήρθε τα πάνω κάτω, βλ. λ. κόσμος·
- ο
λύκος απ’ την πάνω μεριά, τ’ αρνί απ’ την κάτω μεριά, τ’ αρνί θολώνει το νερό; βλ. λ. αρνί·
- οι
από κάτω, (γενικά) ο λαός, ο λαουτζίκος: «οι από κάτω είναι συνήθως αυτοί
που σηκώνουν όλα τα βάρη για την προκοπή αυτού του τόπου»·
- όποια
πέτρα κι αν γυρίσεις, θα τον βρεις από κάτω ή όποια πέτρα κι αν σηκώσεις,
θα τον βρεις από κάτω, βλ. λ. πέτρα·
- πάει
μια και κάτω, (για κατάποση) το κατάπιε με την πρώτη προσπάθεια, αμέσως:
«έβαλε το χαπάκι στο στόμα του και με λίγο νερό, πάει μια και κάτω»·
- παίρνω
την κάτω βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- πάνω
κάτω, βλ. λ. πάνω·
-
πάρ’ τον κάτω, βλ.
φρ. … και πάρ’ τον κάτω·
- πέντε
πάνω πέντε κάτω, βλ. λ. πέντε·
- πέφτει
απάνω χέρι κάτω χέρι, βλ. λ. χέρι·
- πιο
κάτω, (για ομιλίες ή γραπτά κείμενα) λέγεται στην περίπτωση που κάτι θα
συζητηθεί ή θα αναφερθεί εν συνεχεία, μετά από λίγο: «όπως θα σας αναφέρω και
πιο κάτω, ο άνθρωπος αυτός αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση || όπως σημειώνω και
πιο κάτω, η νεολαία μας επιλέγει λάθος πρότυπα»·
- που
να χτυπάς τον κώλο σου κάτω! βλ. λ. κώλος·
- που
να χτυπιέσαι κάτω! βλ. λ. χτυπιέμαι·
- ρίχνω
κάτω τα μάτια ή ρίχνω κάτω τα μάτια μου ή ρίχνω τα μάτια κάτω ή
ρίχνω τα μάτια μου κάτω, βλ. λ. μάτι·
- ρίχνω
κάτω το κεφάλι ή ρίχνω κάτω το κεφάλι μου ή ρίχνω το κεφάλι κάτω ή
ρίχνω το κεφάλι μου κάτω, βλ. λ. κεφάλι·
- στο
κάτω κάτω, επιτέλους, πέρα από όλα τα άλλα, στην έσχατη περίπτωση: «εσύ δεν
έχεις τίποτα να φοβηθείς γιατί, στο κάτω κάτω εγώ αναλαμβάνω όλη την ευθύνη»·
- στο
κάτω κάτω της γραφής, βλ. λ. γραφή·
- τ’
άρπαξαν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τα
βάζω κάτω, α. συζητώ καλοπροαίρετα με κάποιον μια υπόθεση ή ένα
πρόβλημα από την αρχή με όλα τα δεδομένα: «είναι άνθρωπος που, σε κάθε πρόβλημα
που προκύπτει, τα βάζει κάτω για να βρεθεί μια δίκαιη λύση». β. μελετώ,
υπολογίζω κάτι πολύ καλά: «για να πάρει μια δουλειά, τα βάζει πρώτα όλα κάτω κι
έπειτα αποφασίζει τι θα κάνει»·
- τα
βαράω κάτω, βλ. φρ. τα βροντώ κάτω·
- τα
βροντώ κάτω, παρατώ στη μέση ή οριστικά μια δουλειά ή μια υπόθεση έντονα
εκνευρισμένος: «αφού ο καθένας ήθελε να κάνει του κεφαλιού του, τα βρόντηξα κι εγώ
κάτω κι έφυγα»·
- τα
κάνω άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- τα
χτυπώ κάτω, βλ. φρ. τα βροντώ κάτω·
- το
κάτω κεφάλι τρώει το πάνω κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- το
μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει, βλ. λ. μήλο·
- το
πήραν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- το
’χασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τον
ακάλεστο στο γάμο κάτω κάτω τον καθίζουν, βλ. λ. ακάλεστος·
- τον
βάζω κάτω, τον καταβάλλω, τον νικώ: «τον τάδε τον βάζω κάτω όποια ώρα θέλω»·
- τον
βάζω κάτω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- τον
έριξε κάτω, α. τον κατέβαλλε, τον νίκησε: «μάλωσε με τον τάδε κι
επειδή αυτός ήταν πιο δυνατός τον έριξε κάτω με το πρώτο». β. (για ασθένειες)
τον κατέβαλλε και τον ανάγκασε να μείνει κλινήρης: «τον έριξε κάτω μια γρίπη
και θα λείψει απ’ τη δουλειά». γ. (για ψυχολογικές καταστάσεις) τον
εξουθένωσε ψυχικά: «του στοίχισε τόσο πολύ ο θάνατος του πατέρα του που τον
έριξε κάτω». (Λαϊκό τραγούδι: άγιε Νικόλα γείτονα απ’ του ς καημούς να
γλίτωνα που θα με ρίξουν κάτω εβίβα κι άσπρο πάτο)·
- τον
έσκασε κάτω σαν καρπούζι ή τον έσκασε κάτω σαν το καρπούζι, βλ. λ. καρπούζι·
- τον
έσκασε κάτω σαν σκατό, βλ. λ. σκατό·
- τον
έστειλε στον κάτω κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- τον
έχασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τον
έχω από κάτω (μου) τον έχω υπό την εξουσία μου, τον ελέγχω απόλυτα: «δεν
μπορεί να κάνει τίποτα χωρίς να με ρωτήσει, γιατί τον έχω από κάτω μου»·
- τον
έχω κάτω απ’ τις φτερούγες μου, βλ. λ. φτερούγα·
- τον
έχω σήκω πάνω, κάτσε κάτω, βλ. λ. σηκώνω·
- τον
κάνω άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- τον
κόλλησε κάτω σαν σκατό, βλ. λ. σκατό·
- τον
κώλο σου κάτω να χτυπάς! ή τον κώλο σου να χτυπάς κάτω! βλ. λ. κώλος·
- τον
παίρνω κάτω απ’ τις φτερούγες μου, βλ. λ. φτερούγα·
- τον
πάτησα κάτω, α. τον έδειρα πολύ άγρια, τον ξυλοφόρτωσα: «μόλις
έβρισε την μάνα μου, τον άρπαξα στα χέρια μου και τον πάτησα κάτω». β.
(για παιχνίδια) τον κατανίκησα: «παίξαμε τάβλι και τον πάτησα κάτω». Από την
εικόνα του παλαιστή που πατάει με το πόδι του το στήθος του ηττημένου αντιπάλου
του·
- τον
πάτησε κάτω σαν μυρμήγκι ή τον πάτησε κάτω σαν το μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- τον
πάτησε κάτω σαν σκουλήκι ή τον πάτησε κάτω σαν το σκουλήκι, βλ. λ. σκουλήκι·
- τον
πέταξε κάτω σαν σακί, βλ. λ. σακί·
- τον
πήρε από κάτω, του δημιούργησε κάτι σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα,
απογοητεύτηκε εντελώς, έχασε το κουράγιο του: «ο πρόσφατος χωρισμός με τη
γυναίκα του, τον πήρε από κάτω και το ’ριξε στο πιοτό»·
- τον
πήρε η κάτω βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- τον
στόλισε από πάνω μέχρι κάτω, βλ. λ. στολίζω·
- τον
χτύπησε κάτω σαν χταπόδι ή τον χτύπησε κάτω σαν το χταπόδι, βλ. λ.χταπόδι·
- τους
κάνω άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- τους
πατήσαμε κάτω, (για ομαδικά αθλήματα) τους κατανικήσαμε, τους διασύραμε:
«έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που τους πατήσαμε κάτω»·
- τους
φέρνω άνω κάτω, βλ. λ. άνω·
- τραβώ
το χαλί κάτω απ’ τα πόδια του, βλ. λ. χαλί·
- τρέμει
το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- τρίζει
το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- υποχωρεί
το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- φέρνω
τα πάνω κάτω ή φέρνω το πάνω κάτω, βλ. λ. πάνω·
- φέρνω
τον κόσμο άνω κάτω, βλ. λ. κόσμος·
- φεύγει
το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. έδαφος·
- χτύπημα
κάτω απ’ τη ζώνη, βλ. λ. χτύπημα·
- χτύπημα
κάτω απ’ τη μέση, βλ. λ. χτύπημα.