κατσικοπόδαρος,
-η, -ο, επίθ.
[<κατσίκα + ποδάρι], που φέρνει μεγάλη κακοτυχία, που είναι πολύ γρουσούζης:
«αφού σ’ έκανε ποδαρικό αυτός ο κατσικοπόδαρος, να ’σαι σίγουρος πως δε θα πάνε
καλά οι δουλειές σου». Από το ότι πολλές φορές ο διάβολος παρουσιάζεται στη
λαϊκή ή στην εκκλησιαστική εικονογραφία με πόδια κατσίκας·
- είναι
κατσικοπόδαρος, φέρνει
μεγάλη κακοτυχία, φέρνει μεγάλη γρουσουζιά εκεί που πατάει το πόδι του, ιδίως
όταν κάνει σε κάποιον ποδαρικό: «δεν πάει σε κανέναν για να του κάνει ποδαρικό,
γιατί έχει την εντύπωση πως είναι κατσικοπόδαρος».