κατσίκα,
η, ουσ. [μεγεθ.
του ουσ. κατσίκι], η κατσίκα. α. γυναίκα δύστροπη, κακότροπη και
πεισματάρα: «είναι μια κατσίκα, που, αν μπλέξεις μαζί της, θα καταραστείς την
ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκες». β. εκστομίζεται και ως βρισιά σε
γυναίκα: «ουστ, από δω, μουρή κατσίκα»·
- μασάει
η κατσίκα ταραμά; λέγεται ειρωνικά σε κάποιον, που έχουμε καταλάβει πως
προσπαθεί να μας ξεγελάσει: «δώσε μου την τσάντα με τα λεφτά να στην κρατάω κι
όταν γυρίσεις στη δίνω. -Μασάει η κατσίκα ταραμά;». Πολλές φορές της φρ.
προτάσσεται το τι λε(ς) ρε μάγκα ή το τι λε(ς) ρε φίλε. Αν τώρα ο
συνομιλητής μας έχει λαϊκή παιδεία, μας απαντάει: (μασάει και) φτύνει και τα
κουκούτσια. Πολλές φορές, για περισσότερη ειρωνεία, η φρ. απευθύνεται στον
τύπο: μασάει η ταράμα κατσικά; Συνών. σπινάρει η αγάπη στο
γιαούρτι(;)·
- μάστορας
είναι και της κατσίκας ο κώλος που φτιάχνει τα κομπολόγια, βλ. λ. μάστορας·
- την
κάνω κατσίκα, φεύγω από δειλία, φόβο ή από εξυπνάδα, όταν αντιλαμβάνομαι
πως δεν μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάποια δύσκολη κατάσταση ή όταν αντιλαμβάνομαι
πως η άσχημη κατάσταση που άρχισε να δημιουργείται, μπορεί να αποβεί και σε
βάρος μου: «μόλις τους είδα ν’ αγριεύουν, την έκανα κατσίκα».