κατσαρόλα,
η, ουσ.
[<βενετ. cazzarola], η κατσαρόλα· στον πλ. οι
κατσαρόλες, το σύνολο των μαγειρικών σκευών ενός νοικοκυριού: «άλλαξα όλες
τις κατσαρόλες μας, γιατί, αυτές που είχαμε, ήταν ακόμα από την εποχή που
παντρευτήκαμε». Υποκορ. κατσαρολίτσα, η και κατσαρολάκι, το·
- αν
δε βάλεις την κατσαρόλα στη φωτιά, δε βράζει, αν δεν ενεργήσεις όπως πρέπει,
κατάλληλα, δεν μπορείς να φέρεις μια δουλειά ή μια υπόθεσή σε αίσιο τέλος:
«πρέπει να βρεθούν τα λεφτά, αγόρι μου, για ν’ αρχίσεις αυτή τη δουλειά, γιατί,
αν δε βάλεις την κατσαρόλα στη φωτιά, δε βράζει»·
-
μιλάμε για την κατσαρόλα και δεν ξέρουμε ακόμα τι φαγητό θέλουμε να κάνουμε, βιαζόμαστε να ενεργήσουμε, να
συμπεράνουμε ή να καταλήξουμε σε κάτι, χωρίς να γνωρίζουμε ακόμα όλα τα
απαραίτητα δεδομένα, ή προτρέχουμε, χωρίς να έχουμε κάποιο συγκεκριμένο στόχο:
«τα πρώτα λεφτά που θα κερδίσουμε, θα τα ρίξουμε πάλι στη δουλειά. -Κάτσε, ρε
παιδάκι μου, μιλάμε για την κατσαρόλα και δεν ξέρουμε ακόμα τι φαγητό θέλουμε
να κάνουμε. Εδώ δε βρήκαμε ακόμα με τι δουλειά θέλουμε ν’ ασχοληθούμε κι εσύ
ονειρεύεσαι κέρδη!»·
- της
κατσαρόλας, τρόπος
μαγειρέματος διαφόρων φαγητών, συνήθως λαδερών: «σ’ άλλους αρέσουν τα τηγανητά,
σ’ άλλους τα ψητά και σ’ άλλους τα φαγητά της κατσαρόλας»·
-
τινάχτηκε το καπάκι της κατσαρόλας, βλ. λ. καπάκι.