κατσάβραχα,
τα, ουσ. [ίσως το
σπάνιο ακανθάβραχα· κατ’ άλλους από το κατά-βραχα]. 1. έδαφος, ιδίως
ορεινό, χωρίς εύκολη πρόσβαση, τοποθεσία γεμάτη βράχια και γκρεμούς, ο
ξερότοπος: «μπήκαν στη σειρά κι άρχισαν ένας ένας να σκαρφαλώνουν στα
κατσάβραχα». 2. λέγεται επίσης για τοποθεσία απομονωμένη, για ερημικό
μέρος, χωρίς να είναι απαραίτητα ορεινό και βραχώδες: «μας πήγε στα κατσάβραχα
για διακοπές, αν και του ’χα πει πως ήθελα ξενοδοχείο και πολυκοσμία»·
- μένω
στα κατσάβραχα, κατοικώ σε πολύ απομακρυσμένη περιοχή σε σχέση με κάποιο
κέντρο: «η συνάντηση θα γίνει στο δικό μου το σπίτι, γιατί εσύ μένεις στα
κατσάβραχα»·
- παίρνω
τα κατσάβραχα, απομακρύνομαι από κάποια κατοικημένη περιοχή και, κατ’
επέκταση, αποσύρομαι από την κοινωνική ζωή, ζω μόνος μου, μακριά από τον κόσμο:
«μετά την τελευταία απογοήτευση που είχε με το γάμο του, πήρε τα κατσάβραχα και
κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται».