κατρακύλα,
η, ουσ.
[<κατρακυλώ], η κατρακύλα· οικονομικός, ηθικός ή κοινωνικός ξεπεσμός: «μετά
την κατρακύλα της επιχείρησής του, όλοι τον αποφεύγουν || η κατρακύλα των νέων
στα ναρκωτικά αποτελεί μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα»·
- τον
πήρε η κατρακύλα, ξέπεσε οικονομικά, ηθικά ή κοινωνικά: «μόλις τον πήρε η
κατρακύλα, τον ξέχασαν οι πάντες».