κατουρώ
κ. κατουράω, ρ.
[<αρχ. κατουρῶ], κατουρώ· περιφρονώ κάποιον, δεν τον υπολογίζω διόλου:
«εσένα σ’ εκτιμώ και σε υπολήπτομαι, αλλά εκείνον που κάνεις παρέα τον κατουρώ».
(Ακολουθούν 14 φρ.)·
- άλλος
το ’χει και το κατουράει κι άλλος δεν το ’χει και το λαχταράει, βλ. λ. άλλος·
- γερό
να ’ναι κι ό,τι να ’ναι, αρκεί να κατουράει όρθιο, βλ. λ. γερός·
- δεν
ξέρει από πού κατουράει η κότα, βλ. λ. κότα·
- δεν
παίζουμε ποιος θα κατουρήσει πιο μακριά, πρόκειται για πολύ σοβαρή υπόθεση
ή κατάσταση η οποία πρέπει να αντιμετωπιστεί με μεγάλη σοβαρότητα και
περίσκεψη: «πρέπει να διαβάσουμε πολύ καλά τα συμβόλαια πριν υπογράψουμε, γιατί
δεν παίζουμε ποιος θα κατουρήσει πιο μακριά». Από τη συνήθεια που έχουν τα
παιδιά, όταν κατουράνε ομαδικά, να παραβγαίνουν ποιο από αυτά θα στείλει το
κάτουρό του πιο μακριά·
- δεν
τον κατουράς! μην τον υπολογίζεις, περιφρόνησέ τον, αγνόησέ τον: «δεν τον
κατουράς μωρέ, που θέλεις να του δώσεις κι εξηγήσεις!». Συνών. δεν τον
κλάνεις! / δεν τον χέζεις(!)·
- εγώ
στο πηγάδι κατούρησα; ή εμείς στο πηγάδι κατουρήσαμε; βλ. λ. πηγάδι·
- κατούρα
μας! άφησέ μας ήσυχους! άφησέ με ήσυχο! άντε φύγε! άντε χάσου! Πολλές φορές,
της φρ. προτάσσεται το άι ή το βρε άι. Ο πλ. και όταν το άτομο
μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- κατούρα
να φύγουμε! α. (ειρωνικά) ετοιμάσου να φύγουμε: «πέρασε η ώρα, γι’
αυτό κατούρα να φύγουμε!». Από το ότι, όταν είναι να αποχωρήσει κάποιος από
κάποιο χώρο, κατουράει για να μην έχει κανένα απρόοπτο κατά την πορεία του. β.
λέγεται ειρωνικά, όταν έρχεται στην παρέα κάποιος ανεπιθύμητος, και υπονοεί πως
είναι ώρα να φεύγουμε. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άντε. Επίσης,
χάριν αστεϊσμού ανάμεσα στους στρατιώτες και στους φυλακισμένους, η έκφραση
αυτή ψιθυρίζεται πολλές φορές απαλά στο αφτί κάποιου που κοιμάται, μέχρι που ο
κοιμισμένος αρκετές φορές υποβάλλεται και κατουράει επάνω του·
- κατούρα
τον! βλ. φρ. δεν τον κατουράς(!)·
-
κατουράει σε παρένθεση, βλ. λ. παρένθεση·
- κατούρησέ
τα! ή κατούρα τα! παράτησέ τα, περιφρόνησέ τα, αγνόησέ τα, γιατί έχουν
ευτελιστεί εντελώς και δεν αξίζουν πια τίποτα: «όπως έγινε σήμερα η πολιτική
ζωή στον τόπο μας, κατούρα τα!»·
- όποιος
κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στο αλάτι, βλ. λ. αλάτι·
- χέσ’
τα και κατούρα τα, βλ. λ. χέζω·
- χέσε
θέατρο κατούρα παράσταση, βλ. λ. θέατρο.