κατούρημα,
το, ουσ.
[<κατουρώ], το κατούρημα·
- δεν
πάω ούτε για κατούρημα ή δεν προλαβαίνω να πάω ούτε για κατούρημα, έχω
πάρα πολλή δουλειά και σε διάρκεια: «έχω τόση δουλειά κάθε μέρα, που δεν
προλαβαίνω να πάω ούτε για κατούρημα»·
- ούτε
για κατούρημα, κατηγορηματική δήλωση, που απαγορεύει σε κάποιον και την
παραμικρή απομάκρυνση από ένα χώρο, από μια θέση: «τώρα που θα λείπετε, αν
χρειαστεί, θα μπορέσω να πεταχτώ μέχρι το περίπτερο; -Ούτε για κατούρημα»·
- πάει
για κατούρημα, α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην
ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε. β.
απάντηση που δίνουμε στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι
ο τάδε, όταν δε θέλουμε να του αποκαλύψουμε πού πραγματικά πήγε ή είναι. Για
συνών. βλ. φρ. τον πήραν στην αεράμυνα, λ. αεράμυνα·
- τον
(την) έχει μόνο για κατούρημα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την
ψωλή), έχει
πολλή αραιές σεξουαλικές επαφές: «μπορεί να ’ναι ομορφόπαιδο, αλλά, απ’ ό,τι
ξέρω, τον έχει μόνο για κατούρημα». Δεν ακούγεται ποτέ στο ουδέτερο το ’χει
μόνο για κατούρημα (ενν. το πέος, το καυλί).