κατοικία,
η, ουσ.
[<αρχ. κατοικία], η κατοικία·
-
δεύτερη κατοικία, σπίτι
εξοχικό που χρησιμοποιείται για παραθερισμό και όχι για εκμετάλλευση, σε
αντιδιαστολή με το σπίτι που έχει κάποιος για μόνιμη κατοικία: «έχει και μια
δεύτερη κατοικία στη Χαλκιδική, όπου πηγαίνει τα καλοκαίρια»·
- η
τελευταία κατοικία, ο τάφος: «συγγενείς και φίλοι συνόδευσαν το νεκρό στην
τελευταία κατοικία του».