κατιούσα, η, ουσ. [θηλ. του επιθ. κατιών], ιδίως εύχρ. στη φρ. παίρνω την κατιούσα, βλ. συνηθέστ. παίρνω την κάτω βόλτα, λ. βόλτα.
κατιούσα, η, ουσ. [θηλ. του επιθ. κατιών], ιδίως εύχρ. στη φρ. παίρνω την κατιούσα, βλ. συνηθέστ. παίρνω την κάτω βόλτα, λ. βόλτα.