κάτι,
το, συνήθ. στον
πλ. τα κάτια, ουσ. [<τουρκ. kat], η πτυχή, η δίπλα: «το φόρεμά της
ήταν όλο κάτια»·
- γίνομαι
δυο κάτια, α. κουράζομαι υπερβολικά, λυγίζω, διπλώνω από την κούραση,
κουβαριάζομαι: «έγινα δυο κάτια, μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά». β.
κάνω το παν για να εξυπηρετήσω κάποιον ή για να πετύχω κάτι: «έγινε δυο κάτια
το παιδί για να μας βρει ξενοδοχείο || έγινα δυο κάτια, μέχρι να πάρω αυτή τη
θέση στην τράπεζα». γ. υποφέρω από έντονο στομαχόπονο που με αναγκάζει
να διπλώσω στα δυο, να κουβαριαστώ: «μόλις μ’ άρχισε το στομάχι, έγινα δυο
κάτια». δ. είμαι πολύ προχωρημένης ηλικίας: «μην τον βλέπεις τώρα που
έγινε δυο κάτια, στα χρόνια του ήταν μεγάλος καζανόβας». Από το ότι, ο
ηλικιωμένος περπατάει κυρτωμένος·
- τον
κάνω δυο κάτια, τον αναγκάζω να διπλώσει στα δυο ύστερα από χτύπημα που του
καταφέρνω στο στομάχι και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «αυτόν τον τύπο τον
κάνω δυο κάτια ό,τι ώρα θέλω».