κατηχητικό,
το, ουσ. [ουδ.
του επιθ. κατηχητικός], το κατηχητικό. 1. (ειρωνικά) μέρος στο οποίο
μαθαίνει κανείς τη ζωή του πεζοδρομίου, ιδίως τις αθυρόστομες εκφράσεις, η ζωή
του δρόμου, η πιάτσα: «που τα ’μαθα αυτά τα αισχρά λόγια; Πήγαινα στο
κατηχητικό μικρός || πέρασε κι αυτός απ’ το κατηχητικό»·
- είναι
του κατηχητικού, α. είναι πολύ ηθικός, πολύ σεμνός. Τις πιο πολλές
φορές αναφέρεται σε γυναίκα: «μπορεί να ’ναι όμορφη, αλλά δε βγαίνει με κανέναν
άντρα, γιατί είναι του κατηχητικού». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση,
εννοώντας εντελώς το αντίθετο: «μακριά απ’ αυτόν, γιατί είναι του κατηχητικού
και θα σε μπλέξει»·
- του
κατηχητικού,έκφραση που χαρακτηρίζει το πολύ
ηθικό, το πολύ σεμνό άτομο, αλλά λέγεται και με ειρωνική διάθεση, εννοώντας
εντελώς το αντίθετο: «δε βρίζουν τα άτομα του κατηχητικού || δε συχνάζουμε σ’
αυτό το μπαράκι, γιατί μαζεύονται όλοι του κατηχητικού!». Αναφορά στο
κατηχητικό της Εκκλησίας που οργανώνουν οι κατά τόπους ενορίες.