κατήφορος,
ο, ουσ.
[<μσν. κατήφορος], ο κατήφορος· ο δρόμος της κραιπάλης και της παρανομίας,
ταχύτατη πορεία προς την καταστροφή: «έχει χαθεί πολύς κοσμάκης στον κατήφορο».
(Λαϊκό τραγούδι: θα ’ρθει σειρά σου κι ο κατήφορος αυτός θα σε
τραβήξει δίχως να το καταλάβεις, αλήτης έγινα για σένανε σωστός, μάχαιρα έδωσες
και μάχαιρα θα λάβεις)·
- ανάμεσα
στον ανήφορο και στον κατήφορο υπάρχει και ίσιος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- θέλει
γαμήσι δίχως σάλιο, στενό παπούτσι και κατήφορο, βλ. λ. γαμήσι·
- ο
ανήφορος φέρνει κατήφορο, βλ. φρ. ο μεγάλο ανήφορος έχει και μεγάλο
κατήφορο. (Λαϊκό τραγούδι: βάστα καρδιά μου βάσταξε του πόνου το μαχαίρι
και τούτος ο ανήφορος κατήφορο θα φέρει)·
- ο
μεγάλος ανήφορος έχει και μεγάλο κατήφορο, μετά από μια περίοδο δυσκολιών,
ακολουθεί συνήθως η επιτυχία, η απολαβή: «κάνε ακόμα λίγο κουράγιο να
τελειώσεις αυτή τη μεγάλη δουλειά που ανέλαβες, γιατί ο μεγάλος ανήφορος έχει
και μεγάλο κατήφορο»·
- παίρνω
τον κατήφορο, α. οδηγούμαι ταχύτατα στον οικονομικό, ηθικό ή
κοινωνικό ξεπεσμό: «μ’ όλα αυτά που έκανες, ήταν φως φανάρι πως θα ’παιρνες τον
κατήφορο». β. παίρνω το δρόμο της κραιπάλης και της παρανομίας, παίρνω
τον κακό δρόμο. (Λαϊκό τραγούδι: κλάψε, καρδιά μου, σήμερα τη μαύρη μου τη
μοίρα, κλάψε για τον κατήφορο που στη ζωή μου πήρα). γ. κατηφορίζω:
«τον είδα που έπαιρνε τον κατήφορο για την παραλία». (Λαϊκό τραγούδι: το
βράδυ, σαν δροσίσει, την πιο καλή ωρίτσα παίρνουνε τον κατήφορο τα
όμορφα κορίτσια. Ε, ρε τι γυναικομάνι κάτω στο Πασαλιμάνι)·
-
πήραν τον κατήφορο, (για
τιμές αγαθών) μειώθηκαν αισθητά: «μετά τις γιορτές όλες οι τιμές πήραν τον
κατήφορο»·
- πήρε
ο στραβός κατήφορο, λέγεται για άτομο που ενεργεί παρορμητικά και απρόσεκτα,
που αναλαμβάνει κάτι που είναι πάνω από τις δυνάμεις του: «περίμενες προκοπή
απ’ τη στιγμή που πήρε ο στραβός κατήφορο!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται
το άιντεεε·
- το
μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, βλ. λ. μάτι.