κατηφοριά,
η, ουσ.
[<κατήφορος + κατάλ. -ιά], η κατηφόρα, ο κατήφορος·
-
παίρνω την κατηφοριά, βλ.
συνηθέστ. παίρνω τον κατήφορο, λ. κατήφορος. (Λαϊκό τραγούδι: πήρες
τον άσχημο το δρόμο τώρα πια, πήρες το δρόμο τον κακό τον κολασμένο. Της
αμαρτίας πήρες την κατηφοριά που θα σε κάνει ένα κορμί δυστυχισμένο).