κατηφόρα,
η, ουσ.
[<κατήφορος], η κατηφόρα· οικονομικός, ηθικός ή κοινωνικός ξεπεσμός, η
κατρακύλα, ο δρόμος προς την καταστροφή. (Λαϊκό τραγούδι: μα είναι κι ένα
μονοπάτι πονηρό, που πάει ντουγρού στην κατηφόρα τη μεγάλη)·
- παίρνω
(την) κατηφόρα, αρχίζω να κάνω με πάθος κάτι: «είναι να μην πάρω την
κατηφόρα, γιατί, αν την πάρω, τότε δε με σταματάει τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: τι
σήμερα, τι αύριο, τι τώρα; Αφού δε γίνεται μαζί να ζήσουμε κι αφού μας πήρε
πια η κατηφόρα, καλύτερα από τώρα να χωρίσουμε. Αφού δε γίνεται μαζί να
ζήσουμε!)· βλ. και φρ. παίρνω τον κατήφορο, λ. κατήφορος.