κατηγορία,
η, ουσ.
[<αρχ. κατηγορία], η κατηγορία·
- μάρτυρας
κατηγορίας, αυτός που καταθέτει κατά την ανάκριση ή κατά τη διάρκεια της
ακροαματικής διαδικασίας εναντίον του κατηγορουμένου: «ο τελευταίος μάρτυρας
κατηγορίας τον χαντάκωσε»·
- η
μεγάλη κατηγορία, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) οι ομάδες που συναγωνίζονται
στην άλφα εθνική: «φέτος θα έχουμε πολύ ενδιαφέρον πρωτάθλημα στη μεγάλη
κατηγορία, γιατί όλες οι ομάδες είναι πολύ ισχυρές»·
- σώζω
την κατηγορία, (ιδίως για ομάδα ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) με τις νίκες που
πετυχαίνω στο τελευταίο παιχνίδι ή στα λίγα τελευταία παιχνίδια, καταφέρνω να
μην υποβιβαστώ στην αμέσως κατώτερη κατηγορία από αυτή που βρίσκομαι: «αν
νικήσει και σ’ αυτό το παιχνίδι η ομάδα μας, θα σώσει την κατηγορία»·
- τρίτης
κατηγορίας, λέγεται για κάποιον ή κάτι που είναι πάρα πολύ μέτριος: «δεν
είναι γνωστός στο ευρύ κοινό, γιατί είναι συγγραφέας τρίτης κατηγορίας || το
έργο που είδα ήταν τρίτης κατηγορίας».