κατεργάρης,
ο, πλ. κατεργάρηδες
κ. κατεργαραίοι, οι, θηλ. κατεργάρα κ. κατεργάρισσα,
η, ουσ. [<μσν. κατεργάρης· αρχική σημασία: κατάδικος που δουλεύει σε
κάτεργο]. 1. ήπιος χαρακτηρισμός απατεώνα: «ένας φτωχός κατεργάρης είναι
κι αυτός ο φουκαράς». (Λαϊκό τραγούδι: πρέπει να ξέρεις ψέματα να ’σαι και κατεργάρης
και το κακό κεφάλι σου μες στο ντορβά να βάζεις). 2.
(θαυμαστικά) άνθρωπος έξυπνος, πονηρός, καπάτσος: «το νου σου μ’ αυτόν τον
κατεργάρη, να μη σε τουμπάρει στη δουλειά! || βρε, τον κατεργάρη, πάλι τούμπαρε
το διευθυντή του και πήρε άδεια!». (Λαϊκό τραγούδι: ο Ιούνης ο βαρκάρης ο
ξανθός ο κατεργάρης στη βαρκούλα του τη μπάζει. Και στο κυματάκι πλάι
σκύβει και τηνε φιλάει).3. αυτός που σκαρώνει τεχνάσματα,
που δυσκολεύει, περιπλέκει τα πράγματα μέχρι να ωφεληθεί. (Λαϊκό τραγούδι: υπομονή,
υπομονή, και βγαίνει μια βαθιά φωνή απ’ την καρδιά μου μέσα, ζωή γρουσούζα και κατεργάρα
και μπαμπέσα // έχεις μάθει στη ζωή σου διπλωμάτισσα να ζεις. Για το γούστο
το δικό σου εγώ ρεστάρισα, δώσε τώρα απολογία, κατεργάρισσα).
Υποκορ. κατεργαράκος κ. κατεργαρούλης, ο, θηλ. κατεργαρούλα, η·
- κάθε
κατεργάρης στον πάγκο του, α. μετά από ένα διάστημα κοινωνικής
αναταραχής, θα επικρατήσει ευνομία και ο καθένας θα καταλάβει τη θέση που του
αρμόζει: «η παλιά κυβέρνηση τα ’χε κάνει μπάχαλο, αλλά τώρα, με την καινούρια
κυβέρνηση, κάθε κατεργάρης στον πάγκο του». β. μετά από ένα διάστημα
εργασιακής αργίας και καθισιού ο καθένας θα αρχίσει πάλι να δουλεύει στο πόστο
του: «μετά το τέλος των χριστουγεννιάτικων γιορτών, άρχισαν όλοι να γυρίζουν
στις πόλεις κι ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του». Αναφορά στον κατεργάρη του
κάτεργου, που μετά από ένα διάστημα ξεκούρασης ξανακάθεται στον πάγκο του για
να τραβήξει πάλι κουπί·
- μεταξύ
κατεργαραίων ειλικρίνεια, ανάμεσα στους απατεώνες ή στους έξυπνους
ανθρώπους επικρατεί ή πρέπει να επικρατεί ειλικρίνεια, έντιμη συμπεριφορά, σε
αντίθεση με αυτή που επιδεικνύουν στους υπόλοιπους.