αβγουλάκι,
το, ουσ.
[υποκορ. του ουσ. αβγό], μικρό αβγό: «το αβγό της πέρδικας, συγκρινόμενο με το
αβγό της κότας, είναι αβγουλάκι»·
- άντε
ρούφα τ’ αβγουλάκι σου! ή ρούφα πρώτα τ’ αβγουλάκι σου! λέγεται
ειρωνικά σε άτομο που, χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα
επάγγελμα λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους που
είναι και μεγαλύτεροί του αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «άντε ρούφα τ’
αβγουλάκι σου που θέλεις να μας κάνεις και το δάσκαλο!». Συνών. άντε πιες το
γαλατάκι σου! ή πιες πρώτα το γαλατάκι σου! / άντε φάε τη φρουτόκρεμά
σου! ή φάε πρώτα τη φρουτόκρεμά σου(!)·
- ρούφα
τ’ αβγουλάκι σου! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που ξεγελάστηκε, που έπεσε
θύμα απάτης. Συνήθως προτάσσεται της φρ. και πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ.
ακολουθεί το τώρα: «τώρα που την πάτησες, ρούφα τ’ αβγουλάκι σου! ||
αφού την πάτησες, ρούφα τώρα τ’ αβγουλάκι σου!»· βλ. και φρ. ρούφα τ’ αβγό
σου! λ. αβγό.