κατεβαίνω,
ρ. [από το
κατέβην, αόρ. του αρχ. ρ. καταβαίνω], κατεβαίνω. 1. πηγαίνω,
μετακινούμαι από την περιφέρεια της πόλης προς το κέντρο: «μια και κατεβαίνω
στην πόλη με τ’ αυτοκίνητό μου, μπορώ να σε πάρω μαζί μου». 2. πηγαίνω,
μετακινούμαι από τα βόρεια της χώρας στα νότια ή από την ενδοχώρα στα παράλια:
«κάθε φορά που λόγω δουλειάς αφήνω τη Θεσσαλονίκη και κατεβαίνω στην Αθήνα,
είμαι μέσ’ στα νεύρα μου». 3. συμμετέχω σε οργανωμένη εκδήλωση: «όλοι οι
εργάτες του εργοστασίου κατεβήκαμε σε απεργία || οι φοιτητές κατέβηκαν σε
διαδήλωση || κατεβαίνω ως υποψήφιος του τάδε κόμματος». 4. ελαττώνομαι,
χαμηλώνω: «έχει να βρέξει καιρό και κατέβηκε η στάθμη του νερού στη στέρνα». 5.
πέφτω στην υπόληψη, στα μάτια κάποιου, χάνω το κύρος μου, την αξιοπιστία μου:
«μ’ αυτά που έκανε, κατέβηκε πολύ στα μάτια μου». 6. χάνω την καλή μου
διάθεση, στενοχωριέμαι: «εσύ δε θα κατέβαινες, αν άκουγες τέτοιες προστυχιές
εναντίον σου;». 7. στην προστακτ. επιφωνημ. κατέβαινε! απειλητική
ή απαιτητική προσταγή σε κάποιον με την έννοια, δίνε μου, δώσε μου κάτι:
«κατέβαινε τον αναπτήρα, γιατί θα σε πλακώσω στο ξύλο!». (Ακολουθούν 35 φρ.)·
- απ’
τα Γκράβαρα κατέβηκες; βλ. λ. Γκράβαρα·
- απ’
το βουνό κατέβηκες; βλ. λ. βουνό·
- από
τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και
δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
- εμ
δε γαμώ, εμ δεν κατεβαίνω, βλ. λ. γαμώ·
- έτσι
μου κατέβηκε, βλ. λ. έτσι·
- κάνω
ό,τι μου κατέβει, βλ. λ. κάνω·
- κατέβα
να φάμε, ειρωνική ή κοροϊδευτική έκφραση, που απευθύνουμε σε πολύ ψηλό
άτομο: «Φασούλα, κατέβα να φάμε»·
- κατέβαινε
τα λεφτά! βλ. λ. λεφτά·
- κατέβαινε
το μαλλί! βλ. λ. μαλλί·
- κατέβαινε
το παραδάκι! βλ. λ. παραδάκι·
- κατέβαινε
το χρήμα! βλ. λ. χρήμα·
- κατεβαίνει
το θερμόμετρο, βλ. λ. θερμόμετρο·
- κατεβαίνω
απ’ το θρόνο, βλ. λ. θρόνος·
- κατεβαίνω
απ’ το τρένο, βλ. λ. τρένο·
- κατεβαίνω
σε απεργία, βλ. λ. απεργία·
-
κατεβαίνω σε διαδήλωση, βλ. λ. διαδήλωση·
- κατεβαίνω
στα μαγαζιά, βλ. λ. μαγαζί·
- κατεβαίνω
στη δουλειά (μου), βλ. λ. δουλειά·
- κατεβαίνω
στην αγορά, βλ. λ. αγορά·
- κατεβαίνω
στην πολιτική, βλ. λ. πολιτική·
- κατεβαίνω
στο δρόμο ή κατεβαίνω στους δρόμους, βλ. λ. δρόμος·
- κατεβαίνω
στο επίπεδο (κάποιου), βλ. λ. επίπεδο·
- κατεβαίνω
στον τάφο, βλ. λ. τάφος·
- κατεβαίνω
τα σκαλιά της κοινωνίας, βλ. λ. σκαλί·
- κατέβηκε
απ’ τα Γκράβαρα, βλ. λ. Γκράβαρα·
- κατέβηκε
απ’ το βουνό, βλ. λ. βουνό·
- κατέβηκε
στα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- λέω
ό,τι μου κατέβει, βλ. λ. λέω·
- μου
κατέβηκε, μου ήρθε ξαφνικά η ιδέα ή η επιθυμία να κάνω κάτι: «μέσα στην
τόση δυσκολία μου, μου κατέβηκε να ζητήσω τη βοήθειά του || τώρα μην ψάχνεις
πώς το σκέφτηκα, μου κατέβηκε και το είπα || τώρα μου κατέβηκε να φάω αρνάκι
φρικασέ»·
- μου
κατέβηκε η ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- μου
κατέβηκε στο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- ο
κόσμος είναι μια σκάλα. Άλλοι την ανεβαίνουν κι άλλοι την κατεβαίνουν, βλ. λ. κόσμος·
- όποιος
έχει ψώρα και παιδί, στη γειτονιά να μην κατεβεί, βλ. λ. γειτονιά·
- ό,τι
ανεβαίνει δεν κατεβαίνει, όταν ανατιμηθεί ένα προϊόν λόγω κάποιας έκτακτης
ή ανώμαλης κατάστασης, ακόμη και όταν ομαλοποιηθεί η κατάσταση αυτή, η τιμή
παραμένει: «όταν αυξάνεται η τιμή του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές, αμέσως
τα πρατήρια ανεβάζουν την τιμή της βενζίνης, όταν όμως η τιμή του πετρελαίου
επανέρχεται στα προηγούμενα επίπεδα η τιμή της βενζίνης δεν κατεβαίνει, γιατί
είναι γνωστό πια πως ό,τι ανεβαίνει δεν κατεβαίνει»· βλ. και φρ. ουδέν
μονιμότερον του προσωρινού, λ. προσωρινός·
- ό,τι
ανεβαίνει κατεβαίνει, α. για όλα τα πράγματα υπάρχει μια εξήγηση,
μια λύση: «μην πελαγώνεις, βρε παιδάκι μου και φέρνεις την καταστροφή! Θα
βρούμε τη λύση στο πρόβλημά σου, γιατί ό,τι ανεβαίνει, κατεβαίνει». β. για
όλα υπάρχει ένα τέλος, όλα τα πράγματα ακμάζουν και παρακμάζουν: «μην
κοκορεύεσαι που είσαι τώρα μεγάλος και τρανός, γιατί πρέπει να ξέρεις πως, ό,τι
ανεβαίνει, κατεβαίνει».