καταφέρνω,
ρ. [<μσν.
καταφέρνω <αρχ. καταφέρω]. 1. φτάνω στο στόχο μου μετά από
προσπάθεια: «μετά από σκληρό διάβασμα, κατάφερε να μπει στο Πανεπιστήμιο ||
μετά από σκληρή δουλειά, κατάφερε να κάνει ολόκληρη περιουσία». 2.
ξεγελώ, πείθω: «πώς την κατάφερες, ρε απατεώνα, και την πήδηξες; || πώς τον
κατάφερες, ρε θηρίο, να χρηματοδοτήσει τη δουλειά σου;». (Λαϊκό τραγούδι: μάγκα
μου με κατάφερες και θα τ’ αποφασίσω και θα ’ρθω βρ’ αλανιάρη μου μαζί
σου για να ζήσω). 3. αντιμετωπίζω με επιτυχία κάτι: «μπόρεσε να
καταφέρει όλες του τις δυσκολίες που του παρουσιάστηκαν στη ζωή || πώς τα
καταφέρνει και ζει μέσα σε τόση φτώχεια!». 4. (γενικά) νικώ: «πάλευαν
μια ώρα, αλλά στο τέλος μπόρεσε και τον κατάφερε || είναι η πρώτη φορά που τον
καταφέρνω στο τάβλι». 5. κάνω ζημιά: «ποιος κατάφερε το βάζο που είχα
στο μπουφέ;». 6. τρώω μεγάλη ποσότητα φαγητού: «βρε, τον αθεόφοβο, πώς
μπόρεσε να καταφέρει μισό αρνί;»·
- είχε
δεν είχε μας (με, τον, τους) κατάφερε, βρήκε τον τρόπο να μας πείσει για να
πραγματοποιήσει αυτό που επιδίωκε: «είχε δεν είχε μας κατάφερε να τον
χρηματοδοτήσουμε || είχε δεν είχε τον κατάφερε να πάει μαζί του || είχε δεν
είχε την κατάφερε να του πει το ναι»· βλ. και φρ. είχε δεν είχε την κατάφερε·
- είχε
δεν είχε τα κατάφερε ή είχε δεν είχε το κατάφερε, μετά από μεγάλη
προσπάθεια, βρήκε τον τρόπο να πραγματοποιήσει αυτό που επιδίωκε: «είχε δεν
είχε τα κατάφερε να προκόψει»·
- είχε
δεν είχε την κατάφερε, μετά από ερωτική πολιορκία και κάθε είδους κόλπο, νάζι
ή μαλαγανιά πέτυχε να ενδώσει στις ερωτικές προτάσεις η γυναίκα που τον
ενδιέφερε: «χρησιμοποίησε όλα τα μέσα και στο τέλος είχε δεν είχε την κατάφερε»·
- τα
καταφέρνω, α. αντιμετωπίζω με επιτυχία τις οικονομικές μου
υποχρεώσεις: «μπορεί να μην έχω πολλή δουλειά, αλλά δόξα το Θεό, τα καταφέρνω».
β. αντιμετωπίζω με επιτυχία τις ανάγκες της ζωής μου: «μπορεί να μη ζω
πλούσια, αλλά τα καταφέρνω». γ. έχω ιδιαίτερη ικανότητα να κάνω κάτι:
«από μικρός τα καταφέρνω πολύ καλά στην έκθεση || από μικρός δεν τα κατάφερνα
στα μαθηματικά || τα καταφέρνει μια χαρά ως μηχανικός αυτοκινήτων»·
- τα
καταφέρνω στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- την
κατάφερα, της επέβαλα τη σεξουαλική πράξη: «γίνεται να μην την κατάφερα, ρε
βλάκα, απ’ τη στιγμή που την είχα όλη το βράδυ στην γκαρσονιέρα μου;»·
- το
καταφέρνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- τον
καταφέρνω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- του
καταφέρνω μια δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ωραία
τα κατάφερες! λέγεται ειρωνικά για την αποτυχία κάποιου ή για ενέργεια ή
πράξη του που δεν την εγκρίνουμε: «ωραία τα κατάφερες κι έχασες τη δουλειά σου!
|| ωραία τα κατάφερες και στενοχώρησες πάλι τους γονείς σου!».