κατάσταση,
η, ουσ.
[<αρχ. κατάστασις <καθίστημι], η κατάσταση. 1. οι συνθήκες στις
οποίες βρίσκεται κάποιος ή κάτι σε δεδομένη στιγμή: «δεν ξέρω σε τι κατάσταση
τον άφησες εσύ, αλλά εγώ δεν τον είδα καθόλου καλά || σε τι κατάσταση βρίσκεται
τ’ αυτοκίνητο;». (Λαϊκό τραγούδι: καθάρισε τη θέση σου μ’ αυτή σου την κατάσταση,
θακάνω επανάσταση). 2. η δυνατότητα που διαθέτει κάποιος
να ενεργήσει: «δεν ήμουν σε κατάσταση να καταλάβω τι μου έλεγε, γιατί μόλις
είχα ξυπνήσει». 3. οι κοινωνικές ή οι οικονομικές συνθήκες που υπάρχουν
σε δεδομένο τόπο και χρόνο: «τον τελευταίο καιρό η κατάσταση στην πατρίδα μας
δεν είναι καθόλου καλή». (Ακολουθούν 43 φρ.)·
- βρίσκεται
σ’ άσχημη κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. συνηθέστ. βρίσκεται
σε κακή κατάσταση·
- βρίσκεται
σε κακή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) δεν είναι καλά διατηρημένο,
παρουσιάζει προβλήματα ως προς τη χρήση ή τη λειτουργία του: «η τσάπα βρίσκεται
σε κακή κατάσταση και πρέπει ν’ αγοράσω καινούρια || τ’ αυτοκίνητο βρίσκεται σε
κακή κατάσταση και πρέπει να το δει ο μηχανικός»· βλ. και φρ. βρίσκομαι σε
κακή κατάσταση·
- βρίσκεται
σε καλή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) είναι καλά διατηρημένο,
δεν παρουσιάζει πρόβλημα ως προς τη χρήση ή τη λειτουργία του: «το σερβίτσιο
μας βρίσκεται σε καλή κατάσταση || τ’ αυτοκίνητό μου βρίσκεται σε καλή
κατάσταση»· βλ. και φρ. βρίσκομαι σε καλή κατάσταση·
- βρίσκομαι
σ’ άσχημη κατάσταση, από άποψη υγείας, ψυχολογίας ή οικονομικών βρίσκομαι
σε δεινή θέση: «ο γιατρός μου μου ανακοίνωσε πως βρίσκομαι σ’ άσχημη κατάσταση ||
δεν μπορώ ν’ ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις μου, γιατί βρίσκομαι σ’ άσχημη
κατάσταση»· βλ. και φρ. βρίσκομαι σε κακή κατάσταση·
- βρίσκομαι
σε κακή κατάσταση, από άποψη οικονομικών βρίσκομαι σε δεινή θέση: «δεν
μπορώ να σου δανείσω ούτε ένα ευρώ, γιατί βρίσκομαι σε κακή κατάσταση»· βλ. και
φρ. βρίσκομαι σ’ άσχημη κατάσταση·
- βρίσκομαι
σε καλή κατάσταση, από άποψη υγείας, ψυχολογίας ή οικονομικών δεν
παρουσιάζω κανένα πρόβλημα: «μετά τις εξετάσεις που έκανα, ο γιατρός μου είπε
πως βρίσκομαι σε καλή κατάσταση || τώρα που βρίσκομαι σε καλή κατάσταση, μπορώ
να σου δανείσω το ποσό που σου χρειάζεται»·
- γίνομαι
κύριος της καταστάσεως, βλ. φρ. παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου·
- δεν
είμαι σε κατάσταση να…, δεν
μπορώ, δεν έχω τη δυνατότητα να κάνω κάτι, ιδίως λόγω υγείας ή κακών
οικονομικών: «δεν είμαι σε κατάσταση να βγαίνω έξω μ’ αυτό το κρύο, γιατί πάσχω
απ’ τα πνευμόνια μου και δεν πρέπει να κρυολογήσω || δεν είμαι σε κατάσταση να
σε βοηθήσω οικονομικά, γιατί κι εγώ περνώ δύσκολα»· βλ. και φρ. δεν είμαι σε
θέση να…, λ. θέση·
- δεν
είναι κατάσταση αυτή! βλ. φρ. πού θα πάει αυτή η κατάσταση(;)·
- δεν
το επιτρέπει η κατάστασή μου να… ή η κατάστασή μου δεν το επιτρέπει να…,
δεν μπορώ, δεν έχω τη δυνατότητα ή τη θέληση να συμμετέχω κάπου, ιδίως λόγω
υγείας ή κακών οικονομικών: «θα ήθελα να ’ρθω μαζί σας, αλλά δεν το επιτρέπει η
κατάστασή μου, γιατί μόλις σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι || καταλαβαίνω την ανησυχία
σου, αλλά δεν το επιτρέπει η κατάστασή μου να σου δώσω δανεικά, γιατί κι εγώ
περνώ δυσκολίες»· βλ. και φρ. δεν το επιτρέπει η θέση μου να…, λ. θέση·
- δημιουργώ
κατάσταση ή δημιουργώ καταστάσεις, δημιουργώ επεισόδιο, δημιουργώ
φασαρία, φασαρίες: «με το παραμικρό δημιουργεί καταστάσεις»·
- είμαι
κύριος της καταστάσεως, έχω τον έλεγχο μιας υπόθεσης ή μιας ομάδας
ανθρώπων: «πες του να μην ανησυχεί, γιατί εξακολουθώ και είμαι κύριος της καταστάσεως»·
- είμαι
σ’ άσχημη κατάσταση, βλ. φρ. βρίσκομαι σ’ άσχημη κατάσταση·
- είμαι
σε κακή κατάσταση, βλ. φρ. βρίσκομαι σε κακή κατάσταση·
- είμαι
σε καλή κατάσταση, βλ. φρ. βρίσκομαι σε καλή κατάσταση·
- είναι
άνθρωπος της κατάστασης, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι
άνθρωπος των καταστάσεων, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι
άσχημη η κατάσταση, η συγκεκριμένη χρονική περίοδος είναι ταραγμένη,
επικίνδυνη, παρατηρείται κοινωνική ή οικονομική αναταραχή, απειλείται από
σοβαρούς κινδύνους: «είναι άσχημη η κατάσταση και πολλοί φοβούνται μήπως ξεσπάσει
και κανένας πόλεμος!»·
- είναι
άσχημη η κατάστασή του, βρίσκεται σε δεινή θέση από άποψη υγείας ή
οικονομικών: «τον πήγαν στο νοσοκομείο, γιατί, απ’ ό,τι μου είπε ο αδερφός του,
είναι άσχημη η κατάστασή του || μην τολμήσεις να του ζητήσεις δανεικά, γιατί
είναι άσχημη η κατάστασή του»·
- είναι
κακή η κατάσταση, βλ. φρ. είναι άσχημη η κατάσταση·
- είναι
κακή η κατάστασή του, βλ. φρ. είναι άσχημη η κατάστασή του·
- είναι
καλή η κατάσταση, η συγκεκριμένη χρονική περίοδος είναι ομαλή, ήρεμη,
παρατηρείται κοινωνική ή οικονομική ομαλότητα, σιγουριά: «τα τελευταία χρόνια
στην πατρίδα μας είναι καλή η κατάσταση»·
- είναι
καλή η κατάστασή του, από άποψη υγείας ή οικονομικών βρίσκεται σε καλή
θέση: «πήγα και τον είδα στο νοσοκομείο και διαπίστωσα πως είναι καλή η κατάστασή
του || είναι καλή η κατάστασή του για να του ζητήσω κάτι δανεικά που μου
χρειάζονται;»·
- είναι
σ’ άσχημη κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. συνηθέστ. βρίσκεται
σε κακή κατάσταση·
- είναι
σ’ ενδιαφέρουσα κατάσταση, βλ. λ. ενδιαφέρουσα·
- είναι
σε κακή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. φρ. βρίσκεται σε
κακή κατάσταση·
- είναι
σε καλή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. φρ. βρίσκεται σε
καλή κατάσταση·
- ελέγχω
την κατάσταση, ελέγχω τις συνθήκες που επικρατούν σε ένα χώρο, σε μια ομάδα
ανθρώπων ή σε ένα κράτος ή καταστέλλω τις δυσάρεστες καταστάσεις που είχαν
παρουσιαστεί: «παρ’ όλες τις απεργιακές κινητοποιήσεις των εργατών, ο
διευθυντής του εργοστασίου ελέγχει την κατάσταση || η κυβέρνηση δήλωσες πως
ελέγχει την κατάσταση στο χώρο της οικονομίας»·
- η
κατάσταση ξέφυγε απ’ τα χέρια μου, δεν μπορώ να διευθύνω, να καθοδηγήσω,
έχασα τον έλεγχο μιας υπόθεσης, μιας ομάδας ανθρώπων ή ενός λαού και εγκυμονούν
διάφοροι κίνδυνοι: «η κατάσταση ξέφυγε απ’ τα χέρια της κυβέρνησης και οι
διαδηλώσεις επεκτάθηκαν σ’ όλη τη χώρα»·
- κάνω
κατάσταση, α. δημιουργώ τις κατάλληλες συνθήκες για να κατακτήσω μια
γυναίκα: «πήγε και κάθισε στο διπλανό τραπέζι και προσπαθούσε να κάνει
κατάσταση με την γκόμενα». β. δημιουργώ περιουσία: «τόσα χρόνια στη
Γερμανία έκανε καλή κατάσταση». γ. δημιουργώ κατάλληλες συνθήκες σε μια
παρέα, ώστε να περάσει ευχάριστα: «θα κάνει κανείς καμιά κατάσταση για να τη
βρούμε;». δ. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) δημιουργώ παιχνίδι, στήνω
παιχνίδι, οργανώνω καρέ: «άντε, ρε φίλε, κάνε καμιά κατάσταση να περάσει η ώρα»·
- κατάσταση
αναμονής, βλ. λ. αναμονή·
- κατάσταση
είναι αυτή! βλ. φρ. δεν είναι κατάσταση αυτή(!)·
- κατάσταση
έκτακτης ανάγκης, βλ. λ. ανάγκη·
- κατάσταση
πολιορκίας, βλ. λ. πολιορκία·
- παίρνω
την κατάσταση στα χέρια μου, αναλαμβάνω τη διεύθυνση, την καθοδήγηση, τον
έλεγχο μιας υπόθεσης ή μιας ομάδας ανθρώπων: «αναγκάστηκα να πάρω την κατάσταση
στα χέρια μου, γιατί τα πάντα πήγαιναν στραβά στην επιχείρηση»·
- ποια
είναι η κατάστασή του; α. σε τι οικονομική κατάσταση βρίσκεται(;):
«μήπως ξέρεις ποια είναι η κατάσταση του τάδε, γιατί μου πρότεινε να
συνεταιριστούμε; || καλό παιδί φαίνεται, όμως για πες μου ποια είναι η
κατάστασή του;». β. πώς είναι από άποψη υγείας(;): «για πες μου εσύ που
πήγες και τον είδες στο νοσοκομείο, ποια είναι η κατάστασή του;»·
- πού
θα πάει αυτή η κατάσταση; α. έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου
ατόμου, που θέλει να θέσει τέρμα στις συνεχείς ενοχλήσεις κάποιου για
εξυπηρέτηση ή που θέλει να του επισημάνει τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη
συμπεριφορά του: «δεν είναι κατάσταση αυτή να ’ρχεσαι κάθε λίγο και λιγάκι και
να μου ζητάς δανεικά! || δεν είναι κατάσταση αυτή να παρατάς κάθε τόσο την
οικογένειά σου και να τρέχεις με τις σουρλουλούδες στα μπουζούκια!». β.
έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου από ενοχλητική πράξη ή ενέργεια,
που επαναλαμβάνεται από κάποιον συστηματικά: «δεν είναι κατάσταση αυτή, κάθε
μεσημέρι, την ώρα που πάω να κοιμηθώ, να ’χεις το ραδιοφωνάκι σου στη
διαπασών!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ή το δε μου λες. Συνών.
πού θα πάει αυτή η βιόλα; / πού θα πάει αυτό βιολί; / πού θα πάει αυτός ο
χαβάς(;)·
- ροκ
καταστάσεις, βλ. λ. ροκ·
- συμβιβάζομαι
με την κατάσταση, προσαρμόζομαι στο κλίμα, στη νοοτροπία που επικρατεί:
«στην αρχή του φαίνονταν όλα δύσκολα, αλλά με τον καιρό συμβιβάστηκε με την
κατάσταση»·
- σώζω
την κατάσταση, προλαβαίνω τα χειρότερα, ενεργώ ώστε να αποφευχθεί μια
καταστροφή: «δεν είχε να πληρώσει το δάνειο που είχε πάρει από την τράπεζα και
θα του παίρνανε το σπίτι που είχε βάλει υποθήκη, ευτυχώς όμως του ’δωσε λεφτά ο
φίλος του κι έσωσε την κατάσταση»·
- την
πήδηξα την κατάσταση, βλ. φρ. την πήδηξα τη δουλειά, λ. δουλειά·
- τι
κατάσταση είν’ αυτή! ή τι κατάσταση κι αυτή! βλ. φρ. πού θα πάει
αυτή η κατάσταση; Συνών. τι βιόλα είν’ αυτή! ή τι βιόλα κι αυτή!
/ τι βιολί είν’ αυτό! ή τι βιολί κι αυτό! / τι χαβάς είν’ αυτός! ή τι
χαβάς κι αυτός(!)·
-
φυσική κατάσταση, η
κατάσταση στην οποία βρίσκεται από άποψη σωματικής υγείας κάποιο άτομο:
«βρίσκεται σε καλή φυσική κατάσταση ο τάδε αθλητής; || από άποψη φυσικής
κατάστασης είναι μια χαρά».