αλεύρι,
το, ουσ.
[<μσν. ἀλεύριν, υποκορ. του αρχ. ἄλευρος], το αλεύρι·
- δεν
υπάρχει αλεύρι, όσο ψιλό κι αν είναι, που να μην έχει πίτουρα, δεν υπάρχει
κρασί, όσο καθαρό κι αν είναι, που να μην έχει κατακάθι, βλ. λ. υπάρχω·
- είναι
ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ’ αλεύρι, βλ. λ. πίτουρο·
- μπερδεύει
τ’ αλεύρι με το πίτουρο, συγκρίνει ή ασχολείται με ανόμοια πράγματα ή
υποθέσεις: «είναι συνέχεια αγχωμένος στη δουλειά του, γιατί μπερδεύει τ’ αλεύρι
με το πίτουρο»·
- ξέρει
η μάνα μας να φτιάσει πίτα, μα σαν έχει αλεύρι, βλ. λ. μάνα·
-
όταν δίνει ο Θεός τ’ αλεύρι, παίρνει ο διάβολος το σακί, βλ. λ. Θεός·
- πες
αλεύρι! εισαγωγική φρ. με την οποία προετοιμάζουμε κάποιον να του
αναγγείλουμε κάτι δυσάρεστο και πολύ πιο σπάνια κάτι ευχάριστο. Η φρ. κλείνει
πάντα με το γυρεύει: «Αντώνη, πες αλεύρι! Η εφορία σε γυρεύει || πες
αλεύρι! Η πεθερά σου σε γυρεύει || πες αλεύρι! Ο τροχονόμος σε γυρεύει».