καταραμένος,
-η, -ο, επίθ.
[μτχ. του ρ. καταριέμαι]. 1. που τον έχουν καταραστεί, που τον βαραίνει
κατάρα: «είναι καταραμένος απ’ τους γονείς του». 2. που συμπεριφέρεται
με τέτοιο τρόπο, που θα μπορούσε κανείς να τον καταραστεί: «είναι τόσο
καταραμένος άνθρωπος που για λίγα ευρώ τον έκλεισε στη φυλακή». 3. που
ζει μέσα στη δυστυχία, στην αθλιότητα, που τον κατατρέχει κακοδαιμονία: «οι
καταραμένοι της γης θα κάνουν τη μεγάλη επανάσταση κατά της πλουτοκρατίας ||
λες κι είναι καταραμένο αυτό το παιδί και δεν μπορεί να προκόψει!». 4. λέγεται
για κάτι που είναι πολύ βλαβερό, πολύ ενοχλητικό: «θα το κόψω αυτό το
καταραμένο το τσιγάρο || άρχισε πάλι αυτός ο καταραμένος ο θόρυβος». 5. το
αρσ. ως ουσ. ο καταραμένος, ο διάβολος: «λες και τον έχει κυριεύσει ο
καταραμένος και κάνει τόσο χοντρές βλακείες!»·
- η
κούρσα των καταραμένων, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) λέγεται για τις ομάδες
που μάχονται για την παραμονή τους στην κατηγορία: «εκτός απ’ το ποια ομάδα θα
πάρει το πρωτάθλημα, παρουσιάζει κάθε χρονιά μεγάλο ενδιαφέρον και η κούρσα των
καταραμένων»·
- καταραμένη
η ώρα που… ή καταραμένη να ’ναι η ώρα που…, βλ. λ. ώρα·
- καταραμένη
φτώχεια ή φτώχεια καταραμένη ή κατηραμένη φτώχεια ή φτώχεια
κατηραμένη, βλ. λ. φτώχεια·
- στον
καταραμένο τόπο το Μάη μήνα βρέχει, βλ. λ. Μάης·
- χίλια
χέρια ευλογημένα, πολλά στόματα καταραμένα, βλ. λ. χέρι.