κατάρα,
η, ουσ.
[<αρχ. κατάρα]. 1. θεϊκή επίκληση ή επίκληση υπερφυσικών δυνάμεων
από κάποιον, ώστε να πάθει κάποιος κάτι κακό, ο αναθεματισμός: «απ’ τα στόματα
όλων ακούγονταν βαριές κατάρες για το δολοφόνο». 2. η μεγάλη δυστυχία, η
συμφορά, η αθλιότητα, η κακοδαιμονία που κατατρέχει κάποιον ή που λυμαίνεται
έναν χώρο: «κάποια κατάρα βαραίνει αυτή την οικογένεια και κάθε τόσο θρηνεί και
κάποιο μέλος της || μην μπλέξεις μ’ αυτή τη γυναίκα, γιατί, όσοι την ξέρουν,
λένε πως η ζωή μαζί της είναι σκέτη κατάρα || ο πόλεμος είναι κατάρα».
(Ακολουθούν 13 φρ.)·
- γυρίζει
σαν την άδικη κατάρα, βλ. φρ. τριγυρίζει σαν την άδικη κατάρα·
- δίνω
μαύρες κατάρες, βλ. φρ. ρίχνω μαύρες κατάρες·
-
έπιασαν οι κατάρες μου, πραγματοποιήθηκαν:
«επιτέλους έπιασαν οι κατάρες μου κι αποκαλύφθηκαν οι απατεωνιές του»·
- κατάρα
τη στιγμή, κατάρα για τη στιγμή που συνέβη κάτι κακό ή για κάτι που εκ των
υστέρων αποδείχτηκε κακό: «κατάρα τη στιγμή που σε γνώρισα». (Τραγούδι: ανάθεμα
την ώρα, κατάρα τη στιγμή,σκοτώσαν οι φασίστες το γελαστό παιδί)·
- κατάρα
την ώρα και τη στιγμή που…, βλ. λ. ώρα·
- με
δέρνει κατάρα, βασανίζομαι, δυστυχώ, ταλαιπωρούμαι διαρκώς: «με την κατάρα
που με δέρνει, πώς θέλεις να προκόψω στη ζωή μου!». (Λαϊκό τραγούδι: κατάρα
με δέρνει βαριά, γι’ αυτό δε γνωρίζω χαρά)·
- οι
κατάρες του γύρισαν στον ίδιο, έπαθε ο ίδιος αυτό που καταριόταν να πάθει
κάποιος άλλος: «είναι κακός άνθρωπος, γι’ αυτό οι κατάρες του για τον τάδε
γύρισαν στον ίδιο»·
- οι
κατάρες του έπεσαν απάνω του, βλ. φρ. οι κατάρες του γύρισαν στον ίδιο·
-
ρίχνω μαύρες κατάρες, καταριέμαι
κάποιον με πάθος: «σ’ όλη τη διάρκεια της δίκης οι συγγενείς του νεκρού έριχναν
μαύρες κατάρες στο δολοφόνο»·
- σου
αφήνω ευχή και κατάρα, βλ. λ. ευχή·
- σου
δίνω ευχή και κατάρα, βλ. λ. ευχή·
- τρέχει
σαν την άδικη κατάρα, βασανίζεται, αγωνίζεται μάταια: «απ’ το πρωί τρέχει
σαν την άδικη κατάρα να βρει μια δουλειά, αλλά τίποτα»·
- τριγυρίζει
σαν την άδικη κατάρα, περιφέρεται άσκοπα εδώ και εκεί: «δεν τον κάνει
κανείς παρέα και τριγυρίζει σαν την άδικη κατάρα». Από το ότι, όταν κάποιος
καταριέται κάποιο άτομο άδικα, τότε η κατάρα του δεν πιάνει, πέφτει στο κενό.