καταπόδι,
επίρρ. [<κατά
(πρόθ.) + πόδι ή από την αρχ. φρ. κατά πόδας], κατόπιν κάποιου, ξοπίσω του·
- τον
πήρε καταπόδι, α. τον ακολούθησε από κοντά, τον παρακολούθησε στενά:
«μόλις βγήκε απ’ το καφενείο, ο άλλος τον πήρε καταπόδι». β. του κόλλησε
σε βαθμό ενοχλητικό, του έγινε τσιμπούρι: «τώρα που τον πήρε καταπόδι, δεν θα
μπορέσει να τον ξεφορτωθεί με τίποτα».