καταπέτασμα,
το, ουσ.
[<μτγν. καταπέτασμα <καταπετάννυμι], το καταπέτασμα·
- έφαγε
το καταπέτασμα, α. έφαγε πάρα πολύ, υπερβολικά, μέχρι σκασμού: «όλο
το βράδυ είχε πρόβλημα με το στομάχι του, γιατί, στο τραπέζι που μας είχαν
καλέσει, έφαγε το καταπέτασμα». β. καταχράστηκε μεγάλα χρηματικά ποσά,
ιδίως του δημοσίου: «όσο καιρό ήταν διευθυντής σε μια υπηρεσία του δημοσίου,
έφαγε το καταπέτασμα». γ. σπατάλησε πολλά χρήματα: «τουλάχιστον πέθανε
χορτάτος στη ζωή του, γιατί έφαγε το καταπέτασμα». Συνών. έφαγε άντερα ή
έφαγε τ’ άντερά του / έφαγε τον αβλέμονα / έφαγε τον αγλέουρα / έφαγε τον
άμπακα / έφαγε τον περίδρομο·
-
τρώω το καταπέτασμα, τρώω
πάρα πολύ, υπερβολικά, μέχρι σκασμού: «όταν μου σερβίρουν φαγητό που μου
αρέσει, τρώω το καταπέτασμα». Συνών. τρώω άντερα ή τρώω τ’ άντερά μου
/ τρώω τον αβλέμονα / τρώω τον αγλέουρα / τρώω τον άμπακα / τρώω τον περίδρομο·
βλ. και φρ. έφαγε το καταπέτασμα.