αλέστα, επίρρ. [<βενετ. allesto]. 1.
(στη γλώσσα της αργκό) σε ετοιμότητα, σε προσοχή. 2. ως παράγγελμα αλέστα!
δηλώνει ετοιμότητα προς ενέργεια: «παιδιά, αλέστα!... πάμε»·
- είμαι
αλέστα, είμαι έτοιμος προς εκκίνηση, προς αναχώρηση, είμαι έτοιμος για
φευγιό: «ό,τι μέσο και να ’ρθει να μας πάρει, εγώ θα ’μαι αλέστα»·
- κάνε
αλέστα, κάνε γρήγορα, βιάσου: «κάνε αλέστα, γιατί θα χάσουμε το τρένο»·
- τον
έχω αλέστα, α. τον έχω προσοχή, τον έχω σούζα: «σε σένα μπορεί να
κάνει ό,τι θέλει, αλλά εγώ τον έχω αλέστα». β. τον έχω σε ετοιμότητα:
«εγώ θα τον έχω αλέστα και, μόλις τον χρειαστείς, θα σου τον στείλω».