κατάματα,
επίρρ.
[<κατα- + μάτι], κατευθείαν στα μάτια·
- αντικρίζω
κατάματα (κάτι), βλ. φρ. κοιτάζω κατάματα (κάτι)·
- βλέπω
κατάματα (κάτι), βλ. φρ. κοιτάζω κατάματα (κάτι)·
-
κοιτάζω κατάματα (κάτι), αντιμετωπίζω
μια δύσκολη υπόθεση, μια δύσκολη κατάσταση όπως ακριβώς είναι, δεν αποφεύγω, δε
δειλιάζω να την αντιμετωπίσω: «πρέπει να κοιτάξεις κατάματα την κατάσταση, όπως
διαμορφώθηκε, και να πράξεις ανάλογα»·
- τον
βλέπω κατάματα, βλ. φρ. τον κοιτάζω κατάματα·
- τον
κοιτάζω κατάματα, τον
κοιτάζω ίσια στα μάτια, τον αντιμετωπίζω χωρίς φόβο ή ντροπή: «τον κοίταξε
κατάματα και του ’πε πως είναι απατεώνας».