κατάλληλος,
-η, -ο, επίθ.
[<αρχ. κατάλληλος], κατάλληλος. Επίρρ. κατάλληλα και καταλλήλως, όπως
αρμόζει, όπως χρειάζεται στην περίπτωση: «πήγε ν’ αλλάξει ρούχα, γιατί δεν ήταν
κατάλληλα ντυμένος || αν μου κάνει τον έξυπνο, θα του απαντήσω καταλλήλως»·
- έχω
τον κατάλληλο άνθρωπο, έχω
υπόψη μου ή στη δούλεψή μου κάποιον, που μπορεί να διεκπεραιώσει κάποια δουλειά
ή υπόθεση, ιδίως παράνομη ή εγκληματική: «αν θέλεις να μεταφέρεις τα λαθραία,
έχω τον κατάλληλο άνθρωπο || αν θέλεις να ξεπαστρέψεις τον τάδε, έχω τον
κατάλληλο άνθρωπο»·
- ο
κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, λέγεται για ικανό άτομο που αποδίδει έργο, όταν
τοποθετηθεί σε θέση που είναι ανάλογη με τα προσόντα του: «έχει κάνει μια
ατράνταχτη επιχείρηση, γιατί έχει την ικανότητα να τοποθετεί τον κατάλληλο
άνθρωπο στην κατάλληλη θέση»·
- τον
περιποιήθηκα καταλλήλως, τον τιμώρησα αυστηρά, όπως έπρεπε, όπως του άξιζε,
ιδίως με ξυλοδαρμό: «είχαμε προηγούμενα μεταξύ μας και με την πρώτη ευκαιρία
τον περιποιήθηκα καταλλήλως». Σπάνια ακούγεται και ο τύπος τον περιποιήθηκα
κατάλληλα.