καταλαβαίνω,
ρ. [<μσν.
καταλαβαίνω <αρχ. καταλαμβάνω], καταλαβαίνω. 1. απολαμβάνω ψυχικά,
ευχαριστιέμαι, κερδίζω: «τι κατάλαβες που τον πρόσβαλες μπροστά σε τόσο κόσμο; ||
φέτος κατάλαβα γιορτές, γιατί τις πέρασα στο χωριό». 2. αποκομίζω όφελος,
κερδίζω: «τι κατάλαβες που έκανες αυτή τη δουλειά;». 3. νιώθω κάποιον,
συμμερίζομαι τις απόψεις του ή τα προβλήματά του, δείχνω κατανόηση: «είναι ο
μόνος άνθρωπος που με καταλαβαίνει τόσο πολύ || οι γονείς μου δε με
καταλαβαίνουν». (Ακολουθούν 28 φρ.)·
- δεν
κατάλαβα! α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον όταν μας λέει ή
μας ζητάει παράλογα, απαράδεκτα πράγματα: «θέλω να μου δώσεις τ’ αυτοκίνητό
σου για μια βδομάδα. -Δεν κατάλαβα! || κάθε φορά που σε συναντώ, θα μου δίνεις
χίλιες δραχμές. -Δεν κατάλαβα!». β. επιθετική έκφραση σε κάποιον όταν επιχειρεί
να μας απαγορεύσει κάτι που εμείς το θεωρούμε αυτονόητο κεκτημένο: «άλλη φορά θα
με ρωτάς όταν θα θέλεις να καπνίσεις. -Δεν κατάλαβα, την άδειά σου θα πάρω!».
Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται και πιο συχνά ακολουθεί το δηλαδή και
άλλες φορές κλείνει με το καλά. (Ακολουθούν 28 φρ.)·
- δεν
καταλαβαίνει από λόγια, βλ. λ. λόγος·
- δεν
καταλαβαίνει γρυ, βλ. λ. γρυ·
- δεν
καταλαβαίνει μία, βλ. λ. μία·
- δεν
καταλαβαίνει (ούτε) τη μάνα του, βλ. λ. μάνα·
- δεν
καταλαβαίνει τ’ άντερά του, βλ. λ. άντερο·
- δεν
καταλαβαίνει Χριστό, βλ. λ. Χριστός·
- δεν
καταλαβαίνεις ελληνικά; βλ. λ. ελληνικός·
- δεν
καταλαβαίνω λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δεν
καταλαβαίνω τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν
κατάλαβε από πού του ήρθε, βλ. λ. ήρθα·
- δώσε
ό,τι καταλαβαίνεις, δώσε ό,τι νομίζεις πως είναι αρκετό: «μαζεύουμε χρήματα
για έναν φίλο μας που τα έχει ανάγκη, και δώσε ό,τι καταλαβαίνεις»·
- θα
καταλάβεις τη γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
- θα
καταλάβεις τι εστί βερίκοκο, βλ. λ. βερίκοκο·
- …
και καταλαβαίνεις, έκφραση με την οποία αφήνουμε το συνομιλητή μας να
βγάλει τα συμπεράσματά του για την υπόθεση, καλή ή κακή, που του αναφέραμε:
«τώρα, με το λαχείο που κέρδισε, θα κάνει μεγάλη ζωή, και καταλαβαίνεις ||
κάποια στιγμή θα τον πιάσουν που βάζει χέρι στο ταμείο και καταλαβαίνεις».
Πολλές φορές, αυτά που τυχόν θα συμπεράνει ο συνομιλητής μας τα αναφέρουμε
εμείς οι ίδιοι και κλείνουμε τη φρ. με το και δε συμμαζεύεται: «τώρα, με
το λαχείο που κέρδισε, θα κάνει μεγάλη ζωή και καταλαβαίνεις. Γλέντια, ταξίδια,
γκόμενες και δε συμμαζεύεται || κάποια στιγμή θα τον πιάσουν που βάζει χέρι στο
ταμείο και καταλαβαίνεις. Φωνές, υστερίες, μαλώματα, δικαστήρια και δε
συμμαζεύεται». Συνήθως η φρ. κλείνει με το ε·
- κάνε
ό,τι καταλαβαίνεις, κάνε αυτό που νομίζεις πως είναι ορθό, σωστό: «εγώ ό,τι
μπορούσα να κάνω το έκανα, από δω και πέρα κάνε ό,τι καταλαβαίνεις». Συνών. κάνε
ό,τι νομίζεις·
- κάνω
πως δε καταλαβαίνω, βλ. λ. κάνω·
- καταλαβαινόμαστε,
υπάρχει συνεννόηση, κατανόηση μεταξύ μας: «μ’ αρέσει να κάνω παρέα μαζί
του, γιατί καταλαβαινόμαστε και δεν έχουμε ποτέ πρόβλημα»·
- καταλαβαίνω
τα έξυπνα, βλ. λ. έξυπνος·
- καταλαβαίνω
τη γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
- καταλαβαίνω
το υπονοούμενο, βλ. λ. υπονοούμενο·
- μαζί
μιλάμε και χώρια καταλαβαίνουμε, βλ. λ. μιλώ·
- πες
ό,τι καταλαβαίνεις, πες ό,τι νομίζεις ορθό, σωστό: «εγώ θα πω όπως ακριβώς
έγιναν τα πράγματα, εσύ πες ό,τι καταλαβαίνεις»·
- την
κατάλαβα, α. (στη νεοαργκό) αντιλήφθηκα, εννόησα, πήρα είδηση,
κατάλαβα κάτι που μπορούσε να αποβεί σε βάρος μου: «ευτυχώς την κατάλαβα πως
ήταν απατεώνας και δεν έκανα δουλειά μαζί του». β. (στη γλώσσα των
ναρκωτικών)επηρεάστηκα σοβαρά από το χασίσι που κάπνισα ή από τη χρήση
άλλου ναρκωτικού: «μόλις την κατάλαβε, έγειρε πάνω στο μαξιλάρι και χάθηκε στον
κόσμο του». Συνών. μου την έδωσε (α) / την άκουσα (γ) / την είδα (γ)·
- τι
κατάλαβες που…; ποιο
ήταν το κέρδος σου; το όφελός σου(;): «τι κατάλαβες που μαρτύρησες στη γυναίκα
μου πως έχω φιλενάδα ; || τι κατάλαβες που δε με βοήθησες;»·
- το
κατάλαβα το υπονοούμενο, βλ. λ. υπονοούμενο·
- του
δίνω και καταλαβαίνει, βλ. λ. δίνω·
- του
δίνω να καταλάβει, βλ. λ. δίνω·
- χωρίς
να το καταλάβω, πολύ γρήγορα, πολύ εύκολα: «ήταν εύκολη η δουλειά και την
τέλειωσα χωρίς να το καταλάβω || πιάσαμε την κουβέντα και πέρασε η ώρα χωρίς να
το καταλάβουμε»·