κατάκορφα,
επίρρ. [του επιθ.
κατάκορφος <κατα- + κορυφή], στην κορυφή του κεφαλιού, στο σημείο εκείνο του
κεφαλιού που τα μαλλιά παρουσιάζουν μια ελικοειδή στροφή: «τη στιγμή που
έφευγε, του ’ρθε μια πέτρα κατάκορφα»·
- μου
την έδωσε κατάκορφα, βλ.
συνηθέστ. μου την έδωσε κατακέφαλα, λ. κατακέφαλα.