κατακλυσμός,
ο, ουσ.
[<αρχ. κατακλυσμός <κατακλύζω], ο κατακλυσμός. 1. βροχή πολύ
δυνατή που προκαλεί πλημμύρα: «οι αρμόδιοι της κυβέρνησης καταγράφουν τις
ζημιές που προκλήθηκαν μετά το χθεσινό κατακλυσμό». 2. οτιδήποτε
παρουσιάζεται ή ενσκήπτει σε μεγάλη ποσότητα που αιφνιδιάζει με το μέγεθος και
την ένταση του: «μόλις έφτασε, τον υποδέχτηκαν με κατακλυσμό βρισιών ||
κατακλυσμός δηλώσεων μετά το πολιτικό σκάνδαλο, που ήρθε στη δημοσιότητα».
(Λαϊκό τραγούδι: κλαίω τα βράδια στη θύμησή σου κι είναι το δάκρυ κατακλυσμός
που ’χεις πληρώσει με τη ζωή σου να μην περάσει ο φασισμός)·
- γίνεται
κατακλυσμός, βρέχει ραγδαία: «μη βγεις έξω, γιατί γίνεται κατακλυσμός».
Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το αληθινός ή το πραγματικός·
- έγινε
κατακλυσμός, υπήρξε μεγάλο πλήθος, παρατηρήθηκε μεγάλη κοσμοσυρροή: «στη
διαδήλωση έγινε κατακλυσμός». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το αληθινός
ή το πραγματικός·
- κατακλυσμός
του Νώε, βροχή πολύ δυνατή και σε διάρκεια, βροχή καταστροφική: «τέτοιο
κατακλυσμό του Νώε είχαμε να δούμε πολλά χρόνια». Αναφορά στον κατακλυσμό της Παλαιάς
Διαθήκης που έγινε την εποχή που ζούσε ο Νώε·
- φέρνει
τον κατακλυσμό, παρουσιάζει μια κατάσταση ως εξαιρετικά δύσκολη, χωρίς
πραγματικά να είναι: «με την παραμικρή δυσκολία που συναντάει, φέρνει αμέσως
τον κατακλυσμό». Συνών. φέρνει την καταστροφή.