κατακέφαλα,
επίρρ.
[<μτγν. κατακέφαλα, από τη φρ. κατά κεφαλής]. 1. επάνω στο κεφάλι:
«εκεί που καθόμασταν και μιλούσαμε, του ’ρθε μια πέτρα κατακέφαλα». 2.
πέσιμο με το κεφάλι προς τα κάτω: «έσκυψε λίγο παραπάνω έξω απ’ το μπαλκόνι κι
έπεσε κατακέφαλα απ’ το πέμπτο πάτωμα». Ακούγονται συνήθως τα ίδια ηχομιμητικά
επιφωνήματα που ακούγονται και στο λ. δόξα πατρί. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- βαράω
κατακέφαλα, χτυπώ πάνω στο κεφάλι μου: «δεν είδα το κοντάρι που προεξείχε
και βάρεσα κατακέφαλα»·
- με
βάρεσε ο ήλιος κατακέφαλα, βλ. λ. ήλιος·
- μου
’ρθε κατακέφαλα, με βρήκε αναπάντεχο κακό: «μου ’ρθε κατακέφαλα το μπλέξιμο
του γιου μου με τα ναρκωτικά»·
- μου
τη βάρεσε κατακέφαλα, βλ. φρ. μου την έδωσε κατακέφαλα·
- μου
την έδωσε κατακέφαλα, α. ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα: «μόλις την είδα,
μου την έδωσε κατακέφαλα». β. ξαφνικά ένιωσα μεγάλο θυμό, με κυρίευσε
μεγάλη μανία, μεγάλη τρέλα: «μόλις τον είδα να πειράζει γέρο άνθρωπο, μου την
έδωσε κατακέφαλα και τον έσπασα στο ξύλο». γ. ζαλίστηκα έντονα από την
υπερβολική κατανάλωση ή την κακή ποιότητα οινοπνευματώδους ποτού: «με το όγδοο
ποτήρι μου την έδωσε κατακέφαλα || ήταν τόσο μπόμπα το ουίσκι του, που με το
πρώτο ποτήρι μου την έδωσε κατακέφαλα». Συνών. μου την έδωσε στο δόξα πατρί
/ μου την έδωσε κατάκορφα / μου την έδωσε κατακούτελα. δ. με
χτύπησε, ιδίως με δύναμη, πάνω στο κεφάλι μου: «άρπαξε την καρέκλα και μου την
έδωσε κατακέφαλα». Συνών. μου την έδωσε κατάκορφα·
- μου
την έριξε κατακέφαλα, βλ. συνηθέστ. μου την έφερε κατακέφαλα·
- μου
την έφερε κατακέφαλα, με
χτύπησε με δύναμη πάνω στο κεφάλι: «πέταξε μια πέτρα από μακριά και μου την
έφερε κατακέφαλα – άρπαξε την καρέκλα και μου την έφερε κατακέφαλα»·
- τον
βαράω κατακέφαλα, τον χτυπώ επάνω στο κεφάλι: «σήκωσα την πιατέλα και τον
βάρεσα κατακέφαλα»·
- τον
βρίσκω κατακέφαλα, βλ. φρ. τον βαράω κατακέφαλα·
- τον
πετυχαίνω κατακέφαλα, βλ.
φρ. τον βαράω κατακέφαλα·
- τον
χτυπώ κατακέφαλα, βλ.
συνηθέστ. τον βαράω κατακέφαλα·
- χτυπώ
κατακέφαλα, βλ. φρ. βαράω κατακέφαλα.