κάστανο,
το, ουσ.
[<αρχ. κάστανον], το κάστανο·
- έβαλαν
τον τρελό να βγάλει τα κάστανα απ’ τη φωτιά, βλ. λ. τρελός·
- βγάζω
τα κάστανα απ’ τη φωτιά, αναλαμβάνω να τακτοποιήσω δυσάρεστες ή επικίνδυνες
καταστάσεις, που έχουν προκληθεί από άλλους: «κάνετε πρώτα του κόσμου τις
βλακείες κι ύστερα φωνάζετε εμένα να βγάλω τα κάστανα απ’ τη φωτιά». Συνών. βγάζω
το φίδι απ’ την τρύπα·
- δε
χαρίζω κάστανα, δεν αστειεύομαι, δεν αφήνω ατιμώρητο αυτόν που ενήργησε
εναντίον μου ή ενάντια στα συμφέροντά μου, δε δείχνω επιείκεια: «πρόσεχε πολύ
πώς θα συμπεριφερθείς σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε χαρίζει κάστανα»·
- δεν
τρέχει κάστανο, α. με κανέναν τρόπο, δεν υπάρχει περίπτωση, σε καμιά
περίπτωση: «θα μου δανείσεις εκείνα τα λεφτά που σου ζήτησα; -Δεν τρέχει
κάστανο || θα με βοηθήσεις αύριο στη μετακόμιση που θα κάνω; -Δεν τρέχει κάστανο».
β. δε συμβαίνει, δε γίνεται τίποτα: «μην ανησυχείς, είναι τόσο μαλακός
άνθρωπος, που, ό,τι και να του κάνεις, δεν τρέχει κάστανο». Συνών. δεν
τρέχει τσάι·
- έγινε
σαν κάστανο, (για ψητά κρέατα) έγινε πολύ τρυφερό και νόστιμο: «το αρνάκι
που ψήσαμε στη σούβλα, έγινε σαν κάστανο»·
- καίνε
τα κάστανα στα χέρια του, διαχειρίζεται ή αντιμετωπίζει μια πολύ σοβαρή
υπόθεση: «μέχρι τώρα είχε εύκολες υποθέσεις, αλλά με τη νέα υπόθεση που ανέλαβε
καίνε τα κάστανα στα χέρια του»·
- κάστανα
σου καθαρίζουν; ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που χαίρεται, ιδίως που
γελάει, χωρίς λόγο: «τι γελάς, ρε χάχα, κάστανα σου καθαρίζουν;». Συνών. αβγά
σου καθαρίζουν(;)·
- τα
κάστανα θέλουν κρασί και τα καρύδια μέλι, βλ. λ. μέλι.