κασμάς
κ. καζμάς κ.
γκασμάς, ο, ουσ. [<τουρκ. kazma], η αξίνα·
- βαράω
κασμά, δουλεύω πολύ σκληρά, ταλαιπωρούμαι υπερβολικά για να εξοικονομήσω τα
προς το ζην: «απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ βαράω κασμά για να θρέψω την
οικογένειά του»·
- είμαι
στον κασμά, βλ. φρ. βαράω κασμά·
- ξύσ’
τ’ αρχίδια σ’ με κασμά, βλ. λ. αρχίδι.