κασίδης
κ. κασίδας,
ο, ουσ. [<μσν. ουσ. κασσίδιον], ο κασιδιάρης (βλ. λ.)·
- μαθαίνω
στου κασίδη το κεφάλι, βλ. φρ. στου κασίδη το κεφάλι, όλοι κάνουν τον
κουρέα·
-
όταν καλοθερίζουνε, γεια σου κυρ-Αριστείδη, κι όταν αλωνίζουνε, τι θέλεις βρε
κασίδη, λέγεται
συνήθως για τα αφεντικά, που, όταν υπάρχει δουλειά, εργασία υπόσχονται γενναία
αμοιβή στους υπαλλήλους τους, στους εργάτες τους και όταν τελειώσει η δουλειά
συμπεριφέρονται με σκαιό τρόπο ή λέγεται για κείνους που όταν έχουν κάποιο
πρόβλημα ζητάνε τη βοήθειά μας και όταν το ξεπεράσουν μας συμπεριφέρονται
ανάγωγα, αχάριστα: «όταν είχε μπόλικη δουλειά μας προέτρεπε να δουλεύουμε και
μας υπόσχονταν λαγούς με πετραχήλια και τώρα που τέλειωσε η δουλειά μας
φοβερίζει πως θα μας απολύσει, αλλά έτσι είναι, όταν καλοθερίζουνε, γεια σου
κυρ-Αριστείδη, κι όταν αλωνίζουνε, τι θέλεις βρε κασίδη».
- σαν
και σένα, βρε κασίδη, χίλιους έχουμε στο ξίδι, λέγεται ειρωνικά σε ανάξιους
ανθρώπους, που επιδιώκουν να παρουσιαστούν σαν αξιόλογοι ή σε υποψήφιους
γαμπρούς, συνήθως από συνοικέσιο, που πατούν το λόγο τους εκβιάζοντας λίγο πριν
από το γάμο για περισσότερη προίκα: «εμένα μη μου κάνεις το σπουδαίο, γιατί σαν
και σένα, βρε κασίδη, χίλιους έχουμε στο ξίδι || αν δε θέλεις να παντρευτείς την
κόρη μου, με γεια σου με χαρά σου, γιατί σαν και σένα, βρε κασίδι, χίλιους
έχουμε στο ξίδι». Η αναφορά στο ξίδι, γιατί χρησιμοποιείται ως συντηρητικό
τροφίμων·
-
στου κασίδη του κεφάλι όλοι κάνουν τον κουρέα, λέγεται για πειραματισμό, για
προσπάθεια που γίνεται δοκιμαστικά ή που γίνεται για πρώτη φορά με αμφίβολη
επιτυχία πάνω σε ανήμπορο, σε κακομοίρη άνθρωπο και που επιπλέον τον βαρύνουν ή
του χρεώνουν τις δυσάρεστες επιπτώσεις: «όταν θέλουν να δοκιμάσουν κάτι καινούριο,
φωνάζουν να πειραματιστούν πάνω στον καημένο το νυχτοφύλακα του εργοστασίου τους,
γιατί, στου κασίδη το κεφάλι όλοι κάνουν τον κουρέα». Συνών. στου γαϊδάρου
το χωριό, όλοι κάνουν το γιατρό.